Απόψεις

Ο Τσιτσάνης και ο συννεφιασμένος Μότσαρτ

Χάθηκε ο κόσμος, αν λόγω γεωγραφικής ή χρονικής απόστασης, ακούσουμε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» και την 40ή Συμφωνία του Μότσαρτ σαν χαρούμενα τραγουδάκια; Αντιθέτως, μόνο έτσι ο κόσμος πάει μπροστά: ερμηνείες και παρερμηνείες είναι γέφυρες ανάμεσα σε κουλτούρες και ανθρώπους.
Διονύσιος Δερβής-Μπουρνιάς

Επιστρέφοντας στη Στοκχόλμη,  σουηδοί τουρίστες σιγοτραγουδούν αυτή τη «χαρούμενη μελωδία», ανεξίτηλα συνδυασμένη στη μνήμη τους με μια ηλιόλουστη χώρα : «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Ο ελληνόφωνος ακροατής, χωρίς να διαβάζει παρτιτούρα, κατανοεί ενστικτωδώς το εύρημα του Τσιτσάνη: τραγουδώντας τη θλίψη του στην «χαρούμενη» ρε μείζονα πετυχαίνει ένα εκρηκτικό δραματικό αποτέλεσμα, ανάλογο μιας κινηματογραφικής σκηνής στην οποία ο απελπισμένος ήρωας, πνίγοντας τα δάκρυά του, χαμογελά.

«Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή/που ‘χασα την χαρά μου/συννεφιασμένη Κυριακή/ματώνεις την καρδιά μου…» Μη μιλώντας ελληνικά οι φίλοι μας του Βορρά παρερμηνεύουν την περιγραφή μιας αβάσταχτης θλίψης σαν ένα feel good τραγουδάκι.

Κλείνουμε αυτή την σύγχρονη παρένθεση και πάμε στην Βιέννη του 1953, σε μια πραγματική σκηνή αυτή τη φορά: το χαμόγελο που εμπνέουν οι πρώτες νότες της 40ης Συμφωνίας του Μότσαρτ στα πρόσωπα καλοχτενισμένων κυριών εξοργίζει ένα νεαρό βιεννέζο βιολοντσελίστα, τον Johann Nikolaus Graf de la Fontaine und d’Harnoncourt-Unverzagt. «Αναγνωρίζουμε μόνο αυτό που γνωρίζουμε» και ο εικοσιτετράχρονος κόμης Χάρνοκουρτ, επίγονος του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου ΙΙ για την στέψη του οποίου ο Μότσαρτ συνέθεσε την όπερα «La clemenza di Tito» («Η μεγαλοψυχία του Τίτου»), αναγνωρίζει αυτό που ο σαραντάρης, «αστός» Κάραγιαν φαίνεται να αγνοεί : η Συμφωνία αρχίζει με έναν «Αναστεναγμό του Μανχάιμ», ένα pianto, έναν οδυρμό. Σκέφτεται πως «φτάνουν οι μικροαστικές γελοιότητες με τον Μότσαρτ» και αποφασίζει να εγκαταλείψει το βιολοντσέλο για να αφοσιωθεί στη διεύθυνση ορχήστρας.

Μέσα από τις ιστορικο-μουσικολογικές του μελέτες αλλά, κυρίως, μέσα από τις ηχογραφήσεις του με τις τρεις μεγαλύτερες ορχήστρες (Βερολίνο, Βιέννη, Αμστερνταμ) ο Νικολάους Χάρνοκουρτ έβγαλε την μουσική του 18ου αιώνα από το μουσείο καλών τρόπων που την φυλάκισε ο 19ος. Οι αναγνώσεις του της 40ής Συμφωνίας του Μότσαρτ αποκαλύπτουν πως βρίσκεται πιο κοντά σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία παρά σε ένα κοσμικό τσάι, το εφιαλτικό μενουέτο της προαναγγέλλει το αίμα που θα κυλίσει στις Βερσαλλίες μόλις ένα χρόνο μετά. Οι ερμηνείες του έχουν το θάρρος να υποβιβάσουν την Όπερα «Cosi fan tutte» («Ετσι κάνουν όλες») σε σαχλό σεξουαλικό ανέκδοτο που προκαλεί ξεκαρδιστικό γέλιο, έτσι όπως το εκτοξεύει η μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ.

Χάθηκε ο κόσμος, αν λόγω γεωγραφικής ή χρονικής απόστασης, ακούσουμε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» και την 40ή Συμφωνία του Μότσαρτ σαν χαρούμενα τραγουδάκια; Αντιθέτως, μόνο έτσι ο κόσμος πάει μπροστά: ερμηνείες και παρερμηνείες είναι γέφυρες ανάμεσα σε κουλτούρες και ανθρώπους. Η σταυροφορία επιβολής μιας (φαντασιακής) ερμηνευτικής ορθοδοξίας από τον (αυτοδιοριζόμενο) κάτοχό της παράγει γραφικούς πρωταθλητές υποσημειώσεων στην καλύτερη περίπτωση, λογοκρισία στη χειρότερη. Αν μια ερμηνεία δεν «μιλήσει» στον ακροατή, καμία αιτιολόγηση στον κόσμο δεν την μετατρέπει σε έργο τέχνης. Και εδώ είναι το μεγάλο παράδοξο, γνωστό σε όσους ασχολούνται με τον 18ο αιώνα: ο Μότσαρτ, που, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, μόνο την μουσική της εποχής του άκουγε, θα έβρισκε παράλογο να ακούει κάποιος τη μουσική του παρελθόντος και να… διαβάζει επιπλέον γι’ αυτήν. «Απόψε δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο»: σίγουρα θα ξεκάρδιζε στα γέλια τον τσίφτη και καραμπουζουκλή κόμη d ’Harnoncourt σαν στίχος πιο κοντινός στο πνεύμα του Μότσαρτ από το σοφότερο μουσικολογικό άρθρο.