Στην Αθήνα δεν φαίνεται να ανησυχούν ιδιαιτέρως για την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς την πολιτισμική διαφοροποίηση και την αντιθετική πολιτική φιλοσοφία μεταξύ του πρωθυπουργικού επιτελείου και του –όχι και τόσο– νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου, είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι η ελληνική κυβέρνηση συμβαδίζει γεωστρατηγικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κινούμενη στον ίδιο συμμαχικό άξονα. Ανησυχία, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε όσον αφορά πιθανές ανατροπές στις τριγωνικές σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσινγκτον.
Είναι άλλωστε τέτοια η διεθνής συγκυρία, με επίκεντρο την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή –η οποία δεν απέχει πολύ από το να μετατραπεί σε ευρεία και εξαιρετικά επικίνδυνη περιφερειακή σύγκρουση–, που τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο διάστημα, οι βασικές προτεραιότητες της αμερικανικής διπλωματίας παραμένουν ίδιες: αφενός να διατηρηθούν η ειρήνη και η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ να συγκρατήσει την ενότητά της.
Κατά κοινή παραδοχή, δε, αν κάποιος θα πρέπει να ανησυχεί για τη σχέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτός είναι ο Ταγίπ Ερντογάν. Η σφόδρα αντι-ισραηλινή στάση του και κυρίως η στρατηγική του να μετατρέψει την Τουρκία σε χώρα-ηγεμόνα στη Μέση Ανατολή, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα –προαναγγελθέντα– σχέδια του Τραμπ. Δηλαδή την ειρήνευση και την επανενεργοποίηση των Συμφωνιών του Αβραάμ μεταξύ του Ισραήλ και των ισχυρών αραβικών κρατών.
Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά όσον αφορά τις σχέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ –θεσμοί, εκ των πραγμάτων πλέον, άμεσα αλληλοσυνδεόμενοι– καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει διακηρύξει σαφώς ότι, πρώτον, θα λήξει πάραυτα τον πόλεμο στην Ουκρανία, κάτι που για να συμβεί θα απαιτηθεί, προφανώς, αλλαγή των ευρωπαϊκών συνόρων.
Δεύτερον, ότι θα θέσει υπό αίρεση το άρθρο 5 της δυτικής συμμαχίας περί συνδρομής σε μέλος που δέχεται επίθεση. Και τρίτον, ότι κάθε μέλος του οργανισμού θα πρέπει να ξοδεύει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του για αμυντικούς εξοπλισμούς. Ολα τα παραπάνω, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις τους, αφορούν και την Ελλάδα –κάποια περισσότερο, αλλά λιγότερο. Είναι, όμως, τόσο απλό να εφαρμοστούν όσο νομίζει ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος;
Καταρχάς, αντίθετα με την τροπή που έχει λάβει η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα, το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας δεν ανατρέπεται εν μια νυκτί – με μια αλλαγή προεδρίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οπουδήποτε αλλού. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα τέτοιου είδους μεταβολές έγιναν μόνο μετά τους δύο μεγάλους πολέμους και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Οσον αφορά τα επιμέρους και ξεκινώντας από την Ουκρανία, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να προκύψει μια άμεση συνθηκολόγηση του Ζελένσκι ή μια υποχώρηση του Πούτιν από τα έως σήμερα εδαφικά κεκτημένα; Οπως εξηγεί στο Ρrotagon ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας, «από τον Ιανουάριο και μετά, η ρητορική του Τραμπ για την Ουκρανία θα λειάνει, δεν τελειώνει ο πόλεμος σε μία μέρα».
Οσο δε για τα περί αμφισβήτησης του άρθρου 5, όπως μας επισημαίνει έμπειρος έλληνας διπλωμάτης με γνώση του νατοϊκού μηχανισμού, «για να συμβεί αυτό, πρώτα από όλα πρέπει να γίνει επίθεση σε κράτος-μέλος, ένα εξαιρετικά ακραίο σενάριο. Αν πάλι κάτι τέτοιο συμβεί και δεν έλθει συνδρομή, τότε θα μιλάμε για πλήρη διάλυση του ΝΑΤΟ, κάτι που δύσκολα φαντάζεται κάποιος». Οπως προσθέτει, μια βασική επίπτωση για τη Δυτική Συμμαχία από την προεδρία Τραμπ θα μπορούσε να είναι η μείωση της αμερικανικής οικονομικής συνδρομής, αλλά και αυτό «είναι κάτι που έχει καλυφθεί καθώς ο προϋπολογισμός του ΝΑΤΟ είναι ήδη διαρθρωμένος σε βάθος ετών».
Οσον αφορά, δε, μια πιθανή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, για παράδειγμα από την Πολωνία και τη Βαλτική, αυτή θα ήταν «μια κίνηση περισσότερο συμβολική, διότι οι δυνάμεις αυτές θα αντικατασταθούν άμεσα και με ευκολία από τους Ευρωπαίους». Ειδικότερα για την Ελλάδα, όπως υπογραμμίζει ο διπλωμάτης, «όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται για την Μέση Ανατολή, τόσο η χώρα θα έχει σημασία και για τον Τραμπ και για το ΝΑΤΟ».
Σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα, μια απότομη συνθηκολόγηση του Κιέβου ίσως «να μείωνε τη γεωπολιτική αξία της Αλεξανδρούπολης». Ούτως ή άλλως όμως, όπως συμφωνεί και ο ίδιος, οι διάδρομοι άπαξ διανοιχθούν και λειτουργήσουν, συμβάλλουν διαχρονικά στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού περιβάλλοντος.
Δεν είναι, πάντως, λίγοι οι αναλυτές που αναρωτιούνται τις τελευταίες ημέρες τι άλλο θα πρέπει να συμβεί για να ξυπνήσει η Ευρώπη προκειμένου να προωθήσει την περίφημη στρατηγική αυτονομία και την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της; Η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα μόνο απλή δεν είναι, καθώς, όπως φαίνεται, παρά τη δημοσιότητα, το ζήτημα επί της ουσίας παραμένει αν όχι στάσιμο, δυσκίνητο.
«Υπάρχουν δυο-τρεις νομοθετικές προτάσεις για παραγγελίες και κοινή παραγωγή οπλικών συστημάτων, αφενός όμως τα χρήματα είναι λίγα, αφετέρου μένουν πάρα πολλά για να γίνουν, άρα μιλάμε για μεγάλο βάθος χρόνου», λέει στο Ρrotagon στέλεχος των ευρωπαϊκών θεσμών με άριστη γνώση των σχετικών διαπραγματεύσεων. Υπενθυμίζει δε ότι σχέδια για την αυτονομία υπάρχουν και στις εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα, αλλά προς το παρόν «στην Ευρώπη υποφώσκει μια σιγουριά ότι στο τέλος της ημέρας τίποτα δεν θα αλλάξει». «Το “τραύμα” Τραμπ είναι φρέσκο, μπορεί τώρα οι Ευρωπαίοι να λένε διάφορα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όσο περνά ο καιρός, η συζήτηση θα “κρυώνει”», συμφωνεί ο κ. Τσάκωνας.
Η Ελλάδα, πάντως, είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες που επιδιώκουν την επίσπευση της αυτονόμησης, με την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία να έχουν θέσει στο διάλογο μια σειρά από προτεραιότητες, όπως το ευρωομολόγο για την άμυνα, αλλά και την επί του πεδίου συμβολή σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ανώτερη πηγή του υπουργείου Αμυνας μας επισημαίνει αρχικά ότι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας λειτουργεί απολύτως ενισχυτικά στο ΝΑΤΟ και ότι η μία πρωτοβουλία δεν αναιρεί την άλλη.
Υπενθυμίζει, δε, ότι η Αθήνα πρωτοστατεί στη δημιουργία ευρωπαϊκού αμυντικού βραχίονα, όπως για παράδειγμα με την επιχείρηση «Ασπίδες», της οποίας η χώρα έχει πλέον τόσο τη χερσαία διοίκηση με το Στρατηγείο στη Λάρισα, όσο και την εν πλω με τον αρχιπλοίαρχο Κωνσταντίνο Πιτυκάκη διοικητή της. Οπως υπογραμμίζει η ίδια πηγή, η επιχείρηση είναι μεν της ΕΕ, αλλά εξυπηρετεί τα ευρύτερα συμφέροντα της Δύσης για τη διατήρηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Τελικά, αν κάτι θα έπρεπε πράγματι να ανησυχεί την Ελλάδα, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει προχωρήσει τις διαδικασίες της αυτονόμησής της. Να «ενηλικιωθεί», απότομα ή μη, κάτι που δεν φαίνεται να το έχει αντιληφθεί ακόμα παρά τα σαφέστατα κελεύσματα της εποχής. Οι πρώτες προειδοποιήσεις ήρθαν επί προεδρίας Ομπάμα, ακολούθησε ο Τραμπ κι έπειτα ήταν ο Μπάιντεν αυτός που ανάγκασε την Ευρώπη να πολεμήσει ξανά, δι’ αντιπροσώπων, και να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο. Τώρα έρχεται και πάλι ο Τραμπ να της χτυπήσει την πόρτα.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κραδαίνουν την απειλή του απομονωτισμού, με έναν πρόεδρο σχεδόν παντοδύναμο, το έλλειμμα στην ηγεσία της Ευρώπης, τόσο σε εθνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, είναι εμφανέστερο από ποτέ. Και αυτό δεν σχετίζεται με το ποιος είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου.