Ο Νίκος Κωτσάκης, που πέθανε πριν από λίγες ημέρες, είχε περιγράψει τον εαυτό του ως «σκαπανέα της ασφάλτου». Για όλους εμάς που περνούσαμε τη δεκαετία του 1980 από τον κόμβο της Αγίας Βαρβάρας, στην Κηφισίας, ήταν ο «Μουστάκιας».
Ο Κωτσάκης φορούσε πάντα λευκά γάντια και ρύθμιζε την κίνηση με τη δεξιοτεχνία μαέστρου. Ηταν πολύ αποτελεσματικός, αλλά κυρίως ήταν θεαματικός. Ακόμη και αν τον έβλεπες κάθε μέρα, δεν μπορούσες να μην τον χαζέψεις. Και σου έδινε πάντα την εντύπωση –τη βεβαιότητα μάλλον– ότι αυτό που έκανε ήταν κομβικής σημασίας. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ο Κωτσάκης, όπως και όλοι οι τροχονόμοι, επιχειρούσε αρχικά από κουβούκλιο. Το οποίο τα Χριστούγεννα πνιγόταν στα δώρα. Ηταν ένα έθιμο που ξεκίνησε πριν καν μπουν φανάρια στους δρόμους, όταν ο τροχονόμος στεκόταν, βρέξει χιονίσει, ανάμεσα στα αυτοκίνητα με την ελπίδα να μην πέσει κάποιο επάνω του. Πρώτος που αναγνώρισε το έργο των τροχονόμων ήταν ο δήμαρχος Κώστας Κοτζιάς, που άφησε το 1936 στα πόδια ενός τροχονόμου δύο γαλοπούλες.
Οι Αθηναίοι έσπευσαν να τον μιμηθούν και σταδιακά οι γαλοπούλες έγιναν κάθε λογής δώρα που έφταναν τις γιορτές στα κουβούκλια. Κάποιοι άφηναν μέχρι και ηλεκτρικές συσκευές στα πόδια των τροχονόμων, ενώ οι εταιρείες διαφημίζονταν δωρεάν, βάζοντας δίπλα στα δώρα με τεράστια γράμματα την επωνυμία τους.
Γι’ αυτό παίρνετε πίσω τις πινακίδες στις γιορτές. Είναι το παραδοσιακό «ευχαριστώ» της Τροχαίας για τα δώρα που της έκαναν οι γονείς και οι παππούδες μας.
Για όλους εμάς που μεγαλώσαμε με την ατάκα «μα, πού είναι ο τροχονόμος;» όταν κάτι πήγαινε στραβά στην κίνηση, ο Κωτσάκης ήταν φίλος μας. Μια οικεία φιγούρα που σε καθησύχαζε ότι θα λύσει το πρόβλημα, ότι δεν θα το αφήσει καν να δημιουργηθεί· ένας αυστηρός αλλά δίκαιος ρυθμιστής του δυνητικού χάους γύρω μας. Ο τροχονόμος δεν ήταν αστυνομικός, δεν τον φοβόσουν, δεν ήθελε να σε τιμωρήσει, ήθελε να σε προστατεύσει, να σε εξυπηρετήσει, να σε βοηθήσει να πλοηγηθείς σε έναν κόσμο που αργά αλλά σταθερά άλλαζε και γέμιζε αυτοκίνητα, σε μια πόλη που άλλαζε επίσης γύρω μας.
Μια φιλία, βέβαια, που είχε και τα σκαμπανεβάσματά της: Ο ίδιος –όπως και πολλοί συνάδελφοί του– ήταν γνωστό ότι «πείσμωναν» στις διαμαρτυρίες. Αν κάποιος τολμούσε να πατήσει κόρνα επειδή αργούσε να ανοίξει το ρεύμα του, είχε υπογράψει την καταδίκη του, αλλά και των υπολοίπων που περίμεναν μαζί του. «Δεν θα μου πεις εμένα πώς να κάνω τη δουλειά μου», ήταν το νόημα.
Και ήταν μια φιλία που μετατράπηκε σε πόλεμο με κάποιους όταν γίνονταν τα έργα για τις ανισόπεδες γέφυρες της Κηφισίας: Ο Κωτσάκης κρατούσε τα «κλειδιά» της βασικής εισόδου – εξόδου του Χαλανδρίου και επειδή έπρεπε να διατηρεί την Κηφισίας όσο πιο ανοιχτή γινόταν, συχνά «ξεχνούσε» τους ταλαίπωρους Χαλανδραίους στην Εθνικής Αντιστάσεως. Εφαγε πολλές κατάρες ο «Μουστάκιας» τότε…
Η έκφραση «κάνω τον τροχονόμο» εγγράφηκε στη συλλογική μας συνείδηση με θετικό πρόσημο.
Οι ίδιοι οι τροχονόμοι, όμως, χάθηκαν, τους κατάπιε η πόλη που δεν άντεξε στις αλλαγές, οι δρόμοι που πνίγηκαν στην κίνηση, τα εκατομμύρια αυτοκίνητα που είναι πλέον αδύνατον να διευθύνεις. Η ορχήστρα μετατράπηκε σε κακοφωνία και ο μαέστρος δεν ακούγεται πια πάνω από την ασύντακτη βοή βιαστικών οδηγών που προσπαθούν απελπισμένα να φτάσουν κάπου.
Η Τροχαία φτάνει πλέον εκεί που ήδη έχει γιγαντωθεί το όποιο πρόβλημα, θεατής κι αυτή σε ένα τέρας που μας καταπίνει αμάσητους, σε μια μάχη χαμένη εκ προοιμίου, σε μια εποχή που νομίζει ότι δεν χρειάζεται τροχονόμους, επειδή η αυτοματοποίηση τους έχει αντικαταστήσει. Ή επειδή «είναι πολύ αργά πια για να σωθεί οτιδήποτε».
Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε «τροχονόμους» περισσότερο από ποτέ. Να μας καθησυχάσουν, να μας καθοδηγήσουν, να αποτρέψουν τα χειρότερα πριν αυτά συμβούν, να σηκώνουν το λευκό γάντι πάνω από το χάος, να επαναφέρουν την αρμονία στην ορχήστρα.
Των δρόμων και της ζωής μας εξίσου.