Αν στήσεις αυτί, θα ακούσεις τα παράπονά τους. Στο κομμωτήριο, καθώς η κομμώτρια με έλουζε και μιλούσε στη συνάδελφό της που έλουζε τη διπλανή μου: «Δέκα ώρες όρθια, από τον λουτήρα σε βαφή, κι από βαφή σε χτένισμα είμαι σήμερα».
«Συνήθισέ το, από βδομάδα θα είναι χειρότερα, τίγκα στο ραντεβού είμαστε».
Δύο κοπέλες από τους σκληρά εργαζόμενους των γιορτών. Εκείνοι που πρέπει να εξυπηρετήσουν τη λύσσα μας για ψώνια, ομορφιά, έξοδο, ταξίδια, διασκέδαση. Είναι πολλοί και είναι παντού γύρω μας. Αν τους κοιτάξεις, θα δεις την κούραση στο πρόσωπό τους από τη συνθήκη που ζουν τώρα. Εμείς τα λέμε Χριστούγεννα, για εκείνους δεν είναι τίποτα άλλο από μια στολισμένη και φωταγωγημένη γαλέρα.
«Αυτές τις μέρες πάω στη δουλειά το πρωί και φεύγω βράδυ», μου είπε τις προάλλες μια γνωστή που δουλεύει σε γνωστό ξενοδοχείο των Αθηνών, απαντώντας στην κοινότοπη ερώτηση «Θα κάνεις κάτι τις γιορτές;». Περιττή ερώτηση για όποιον εργάζεται για να κουβαλήσει το βαρύ φορτίο τους. Δεν θα κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να δουλεύει εντατικά.
Ξεκινά το εορταστικό ωράριο των καταστημάτων. Για τους περισσότερους είναι μια ευχάριστη είδηση, μια ευκαιρία για βόλτα στην πόλη. Για τον εργαζόμενο των γιορτών είναι το καμπανάκι της εκκίνησης μιας κούρσας αντοχής, με στρες, ένταση, κουβάλημα και μιλιούνια κόσμου που θα απαιτούν άμεση εξυπηρέτηση εδώ και τώρα. Αρκετοί από αυτούς, αν δεν εξυπηρετηθούν σε ένα νανοδευτερόλεπτο από τη στιγμή που θα μπουν στο κατάστημα, δυσαρεστούνται. Γιατί δεν κατανοούν, δεν νιώθουν και γιατί δεν τους νοιάζει στην τελική. Αν τους πεις και τίποτα, σου λένε «πελάτης είμαι». Και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο στον οργουελικό κόσμο της κατανάλωσης.
Εχετε μπει σε παιχνιδάδικο αυτές τις μέρες; Εκεί, ανάμεσα σε πολύχρωμα παιχνίδια, εκτυλίσσεται ένα δράμα. Γονείς αλαφιασμένοι, που τρέχουν να προλάβουν να γεμίσουν το σάκο του Αϊ-Βασίλη μέχρι την Πρωτοχρονιά, διεκδικούν την προσοχή των πωλητριών, όπως το μωρό το γάλα του. Θέλουν να ξέρουν ποιο Lego και ποια Barbie είναι πιο οικονομικά, θέλουν να βρουν το παιχνίδι που είδε το παιδί τους στη διαφήμιση, θέλουν προτάσεις για το τι θα πάρουν σε παιδιά συγγενών και φίλων, θέλουν μέχρι και συγκεκριμένο περιτύλιγμα. Και τα θέλουν όλα τώρα, άμεσα και αστραπιαία.
Τον πιο φαντασμαγορικό καβγά μεταξύ πελατών τον είδα σε ένα τέτοιο μαγαζί, στην ουρά όπου περιμέναμε να τυλίξουν τα παιχνίδια. Οπως καταλαβαίνετε, δεν είχε ένα και δύο παιχνίδια ο καθένας, αλλά τουλάχιστον δέκα. Δύο κοπέλες πίσω από τον πάγκο πάλευαν με τα χαρτιά περιτυλίγματος και τα ψαλίδια, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο γρήγορες. Πόσο γρήγορος να είσαι, όμως, όταν απέναντί σου έχεις είκοσι άτομα στη σειρά, με μια ντουζίνα δώρα ο καθένας;
Κάποια στιγμή, κάποιος που ήταν πίσω πίσω στην ουρά, και ήταν βέβαιο ότι θα περιμένει τουλάχιστον τρία τέταρτα, άρχισε να φωνάζει «μα, καλά, δύο άτομα μόνο έχετε για τύλιγμα;». Η δυσαρέσκεια έγινε ντόμινο και ξεκίνησε όλη η ουρά να παραπονιέται. Μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε ένας, με μόνο ένα παιχνίδι στα χέρια του, και μπήκε μπροστά-μπροστά, θεωρώντας δεδομένο ότι οι υπόλοιποι θα τον αφήσουν. Η δυσαρέσκεια τότε στράφηκε αυτομάτως στον θρασύ εισβολέα.
«Πηγαίνετε στη σειρά σας, παρακαλώ!», φώναξαν δυο-τρεις. Εκείνος οπισθοχώρησε, αλλά μια κυρία στα μισά της ουράς αντέδρασε: «Ενα παιχνίδι έχει ο άνθρωπος, ήμαρτον, αφήστε τον!».
«Δώσε του εσύ τη σειρά σου και πήγαινε πίσω άμα θέλεις», της απάντησε ένας. Η κυρία έκανε γκριμάτσα αποδοκιμασίας, ένας άλλος έβγαλε επιφώνημα αηδίας και κάπου εκεί άρχισαν να μαλώνουν όλοι με όλους, καθώς οι κοπέλες πίσω από τον πάγκο συνέχιζαν να τυλίγουν τα παιχνίδια τους. Υποπτεύομαι ότι ήταν τόσο κουρασμένες, που μετά βίας άκουγαν τον καβγά. Ισως και να χαίρονταν ενδόμυχα, που η δυσαρέσκεια έφυγε από πάνω τους.
Στο τέλος της ημέρας, οι κοπέλες αυτές θα επιστρέψουν σπίτι με φουσκάλες στα πόδια και τενοντίτιδα στα χέρια. Και ενώ όλοι χρονομετρούν αντίστροφα για τα Χριστούγεννα, εκείνες θα χρονομετρούν αντίστροφα για τη λήξη τους.