| SOOC/CreativeProtagon
Απόψεις

Ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ παρόρμησης και μολυβένιων χρόνων

Θα έγραφε και θα ανέβαζε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ένα κείμενο στο οποίο ο Τσίπρας παρουσιάζεται να τον υπονομεύει, χωρίς προηγουμένως να το έχει συζητήσει με τους πιο στενούς έστω συνεργάτες του; Οχι απίθανο, αλλά πάντως δύσκολο. Οι «παρορμήσεις» του Κασσελάκη είναι κατά κανόνα λιγότερο παρορμητικές από όσο φαίνονται
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Η αλήθεια είναι ότι λίγο-πολύ έχει συμβεί σε όλους μας. Ή τέλος πάντων σε πολλούς και πολλές ανάμεσά μας. Ξημερώματα Σαββάτου, κάπως φορτισμένοι συναισθηματικά από νοσταλγία ή πικρία ή κάτι άλλο, να στείλουμε ένα μήνυμα σε κάποιο οικείο μας πρόσωπο, μια παλιά αγάπη ή έναν φίλο. Και μετά, αμέσως, να το μετανιώσουμε. Γιατί η ένταση αυτών που γράφαμε ήταν μεγαλύτερη από όσο έπρεπε. Ή γιατί δεν θέλαμε να μάθει το πρόσωπο ότι ήμασταν φορτισμένοι μαζί του. Ή γιατί μετά από αυτό το μήνυμα δεν υπάρχει επιστροφή. Πάντως το μετανιώσαμε. Και θέλαμε να το αλλάξουμε.

Βέβαια, μέχρι πρόσφατα, αυτή η δυνατότητα δεν υπήρχε. Εάν έστελνες κάτι, το είχες στείλει. Δεν υπήρχε γυρισμός. Τα κοινωνικά δίκτυα, πλέον, σου δίνουν τη δυνατότητα να σβήσεις ή να τροποποιήσεις κάτι. Θεωρητικά, έχεις μια πιθανότητα, αν κάνεις γρήγορα, να διορθώσεις το λάθος. Oταν βέβαια πρόκειται για τέτοιο.

Γιατί η ανάρτηση του Στέφανου Κασσελάκη στο X, με την οποία κατηγορούσε ανοιχτά τον Αλέξη Τσίπρα για υπονόμευσή του, πριν την κατεβάσει και ανεβάσει μια άλλη στην οποία η φράση «σταμάτα την υπονόμευση» έχει αντικατασταθεί από την ελαφρύτερη «στήριξέ με χωρίς παιχνίδια», είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι ήταν «λάθος».

Για αρχή, άλλωστε, δεν ήταν μια μεταμεσονύχτια ανάρτηση, ανεξάρτητα αν έτσι φάνηκε σε εμάς.  Στις ΗΠΑ, όπου βρίσκεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, την έγραψε και την ανέβασε απόγευμα. Είναι λοιπόν ένα κείμενο που έχει επιλεχθεί για να υπηρετήσει έναν στόχο, και όχι το απονενοημένο διάβημα ενός απεγνωσμένου ανθρώπου. Και εξάλλου, η επικοινωνία, και δη αυτή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παραμένει το ισχυρό όπλο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Η εικόνα ενός προέδρου που έχει αγανακτήσει από τις τρικλοποδιές που του βάζουν, το εκφράζει ανθρώπινα, αλλά σε δεύτερο χρόνο επιλέγει να δείξει αυτοσυγκράτηση, είναι πολύ συμβατή με όλο το προφίλ που παρουσιάζει ο Στέφανος Κασσελάκης, από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο του ΣΥΡΙΖΑ.

Θα έγραφε και θα ανέβαζε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ένα κείμενο στο οποίο ο Αλ. Τσίπρας παρουσιάζεται να τον υπονομεύει, χωρίς προηγουμένως να το έχει συζητήσει με τους πιο στενούς έστω συνεργάτες του; Όχι απίθανο, αλλά πάντως δύσκολο. Οι «παρορμήσεις» του Στ. Κασσελάκη είναι κατά κανόνα λιγότερο παρορμητικές από όσο φαίνονται. 

Έτσι κι αλλιώς, είναι αφέλεια να νομίσει κανείς ότι είναι το tweet αυτό που σηματοδοτεί τη ρήξη μεταξύ του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και του πρώην Πρωθυπουργού. Αυτή έχει συντελεστεί πολύ νωρίτερα και στην πραγματικότητα μετά το Συνέδριο του Φεβρουαρίου δεν υπήρξε καμία απόπειρα προσέγγισης των δύο πλευρών. Στο κείμενο των 87 στελεχών που προηγήθηκε, και στο οποίο ο Κασσελάκης εγκαλούνταν για τον τρόπο με τον οποίον διοικεί το κόμμα συναντά κανείς τις υπογραφές πάρα πολύ στενών συνεργατών του πρώην Πρωθυπουργού, ενώ οι αναφορές σε «μαύρο χρήμα» —που είχαν ανοίξει την εβδομάδα— χτύπησαν τον Αλέξη Τσίπρα στο βασικό του επιχείρημα (τουλάχιστον στο εσωτερικό): τη χρηστή διαχείριση και την αποχή από φαινόμενα διαφθοράς. 

Από όλα αυτά προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ζει τη δικιά του «μολυβένια περίοδο». Δεν πρόκειται για έναν ψυχρό πόλεμο, αλλά για έναν εμφύλιο που ξεκίνησε χωρίς να κηρυχθεί επίσημα, αλλά στον οποίον οι εχθροπραξίες δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από κανονικούς πολέμους.

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η κάθε πλευρά δεν επιδιώκουν να σύρουν την άλλη πλευρά σε συμβιβασμό, όσο να την αποδομήσουν και να την ακυρώσουν πολιτικά. Η συζήτηση για τα «μαύρα ταμεία», δεν αμφισβητεί απλά το τελευταίο κάστρο της διακυβέρνησης Τσίπρα -και ενώ έχει ήδη απαξιωθεί ο πυρήνας των πολιτικών της. Εμπλέκει επίσης στο εσωτερικό της και στελέχη που –θεωρητικά τουλάχιστον- δεν θα έμπαιναν στην πρώτη γραμμή της εσωκομματικής αμφισβήτησης, ωθώντας τα να αποστασιοποιηθούν από τέτοιες αναφορές. Είτε πρόκειται για υπερβολική αυτοπεποίθηση της πλευράς Κασσελάκη είτε για συνειδητή απόφαση να προχωρήσει χωρίς ισορροπίες και κομματικούς συμμάχους, η πόρτα αυτή άνοιξε και δύσκολα ξανακλείνει. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στους «87» συναντά κανείς και συνεργάτες του Νίκου Παππά.

Η πλευρά Τσίπρα από την άλλη, δρα χωρίς την αυταπάτη αυτή τη φορά ότι μπορεί να ανατρέψει τον Στ. Κασσελάκη απλά δηλώνοντας ότι αποσύρει τη στήριξή της. Οι επιθέσεις που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός στο διαδίκτυο, του επιβεβαιώνουν ότι ένας μηχανισμός που κάποτε ήταν η ασπίδα του σήμερα έχει στραφεί  εξ ολοκλήρου και χωρίς επιφυλάξεις εναντίον του. Και μάλλον άργησε και πολύ να το καταλάβει. Κινείται επομένως πιο θεσμικά, πιο αργά και πιο προστατευμένα, φιλοδοξώντας να κερδίσει έδαφος. Έχει όμως εκ των προτέρων ένα μειονέκτημα: ως πρώην πρωθυπουργός που αποσύρθηκε, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει την πολυτέλεια της επιστροφής παρά μόνο ως επίκλητος, ως ο μόνος ικανός να ενώσει την Κεντροαριστερά και να ανταγωνιστεί τον Μητσοτάκη. Και αυτή τη στιγμή, τίποτα τέτοιο δεν διαφαίνεται. Ακόμα κι αν οι μετρήσεις τον παρουσιάζουν λίγο πάνω από τους υπόλοιπους διεκδικητές του κεντροαριστερού θρόνου, η δυναμική αυτή είναι πολύ ασθενική για να δικαιολογήσει την επιστροφή ενός πρώην πρωθυπουργού που πριν έναν χρόνο μόλις αποσύρθηκε για να αναλάβει η νεότερη γενιά. 

Και αυτό, είναι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της πλευράς Κασσελάκη: γνωρίζει ότι αντίθετα με τον Αλ. Τσίπρα, έχει ακόμα το δικαίωμα να διαχειριστεί χαμηλά εκλογικά ποσοστά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, υπάρχει μια πραγματικότητα που εμπεδώνεται μέρα με τη μέρα. Το άθροισμα της Κεντροαριστεράς, που στις 9 Ιουνίου μετρήθηκε στο 30%, είναι —για την ώρα— μόνο λογιστικό. Και οι οιωνοί δεν συνηγορούν στο ότι μπορεί να γίνει σύντομα πολιτικό. Και το «Αλέξη πάμε» του Κασσελάκη προς τον προκάτοχό του, μπορεί να έχει διττή σημασία. Ενίοτε το λέμε για να ξεκινήσουμε όλοι μαζί. Αλλά εξίσου συχνά είναι και έναυσμα για να διαλύσουμε την παρέα.