| CreativeProtagon
Απόψεις

Ο σπάγκος με τα παιχνίδια

Την παραμονή των Χριστουγέννων, πήγαινα με τη μάνα μου και στον μπακάλη. Εκείνος, ο κυρ Λευτέρης, είχε το πιο πρωτοποριακό marketing σ’ ολόκληρο τον κάμπο. Τα Χριστούγεννα έδενε έναν σπάγκο ψηλά και διαγωνίως ανάμεσα στις δυο απέναντι γωνίες του μαγαζιού του και κρεμούσε σ’ αυτόν παιχνίδια. Εκπληκτικό, ασύλληπτο
Δημήτρης Ευθυμάκης

Δυο-τρεις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, το σούρουπο που άρχιζε να πέφτει η νύχτα, μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου να κατεβούμε στο κέντρο της πόλης μας για να δω το δέντρο. Ηταν στη μέση της μεγάλης πλατείας και ο δήμος διαφήμιζε στις τοπικές εφημερίδες ότι είχε πεντακόσια φωτάκια σε τέσσερα χρώματα. Ηταν το πιο φωτισμένο και λαμπερό πράγμα που είχα δει στη ζωή μου.

Ο κόσμος στεκόταν γύρω του ακίνητος, κοιτώντας το έκθαμβος. Επρεπε να στριμωχτώ ανάμεσα σε πόδια μεγάλων για να περάσω μπροστά και να το απολαύσω σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια να υψώνεται από πάνω μου. Για να περάσω έσπρωχνα τριμμένα παντελόνια, παμπάλαια παλτά από κατοχικό ύφασμα και παπούτσια που είχαν μήνες να δουν βερνίκι πάνω τους. Καθότι ήταν η φτωχολογιά από τις γειτονιές που διασκέδαζε εκεί ακίνητη κι αμίλητη.

Οταν κατάφερνα να βγω μπροστά, ερχόμουν φάτσα με φάτσα με τον Αγιο Βασίλη που ήταν εγκατεστημένος στη βάση του δέντρου. Αδύνατος, ξερακιανός, φορούσε φαρδιά κόκκινη στολή, είχε στραβά γένια από ιατρικό βαμβάκι και κρατούσε ένα κουδουνάκι στο δεξί που το χτυπούσε διαρκώς για να προσελκύσει κόσμο στο «ωραιότερο δέντρο της περιφέρειάς μας». Τον θυμάμαι σαν τώρα να φωνάζει ένα δήθεν βαρύτονο «χο χο χο» και να φαίνονται τα χαλασμένα δόντια του.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, την πρώτη μέρα που δεν είχα σχολείο, φεύγαμε πρωί-πρωί με την BMW του πατέρα μου και πηγαίναμε να φέρουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του σπιτιού. Ηταν μια μηχανή του 1952 (R-52 το μοντέλο) με μυτερό καλάθι στο πλάι και χίλια βαψίματα στα φτερά της, η μια απόχρωση του μαύρου πάνω στην άλλη. Προχωρούσαμε καμιά ώρα ψάχνοντας κάποιο μακρινό δασάκι. Οπλο μας ένας σάρακας, κρυμμένος στο βάθος του καλαθιού.

Παρκάραμε τη μηχανή σε κάποιον χωματόδρομο, χωνόμασταν στο δάσος, βρίσκαμε ένα μικρό κυπαρισσάκι και ο πατέρας μου το έκοβε με γρήγορες κινήσεις. Τα πεύκα φυτρώνουν στα ψηλά κι εμείς ήμασταν γούβα στον κάμπο, οπότε στολίζαμε κυπαρίσσι. Πουλούσαν, βέβαια, αλλά ποιος μεροκαματιάρης στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε λεφτά για να αγοράσει έλατο; Τα ψεύτικα ήταν ακόμα άγνωστα.

Το κουβαλούσαμε στο σπίτι χωμένο μέσα στο καλάθι και σκεπασμένο μ’ έναν μουσαμά, καθότι από τότε απαγορευόταν η κοπή των δασικών δένδρων. Το στολίζαμε στη σάλα, που μετά κλειδωνόταν για να ανοίξει μόνο σε επίσημες επισκέψεις. Εγώ έβαζα πάνω του χρυσόχαρτα, κεράκια, χειροποίητες γιρλάντες και κάτι κακομούτσουνα πλαστικά μικροσκοπικά αγγελάκια. Τις πέντε κόκκινες μπάλες που διέθετε το νοικοκυριό, τις τοποθετούσε με μέγιστη προσοχή ο πατέρας μου. Γιατί αν έσπαζε η μία, θα μέναμε μόνο με τέσσερις. Οχι μόνο φέτος, αλλά και του χρόνου.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, πήγαινα με τη μάνα μου και στον μπακάλη. Ηθελε να κάνει τα τελευταία ψώνια κι εμένα εκείνες τις μέρες μού άρεσε το μπακάλικο της γειτονιάς. Γιατί ο κυρ Λευτέρης είχε το πιο πρωτοποριακό marketing σ’ ολόκληρο τον κάμπο. Τα Χριστούγεννα έδενε έναν σπάγκο ψηλά και διαγωνίως ανάμεσα στις δύο απέναντι γωνίες του μαγαζιού του και κρεμούσε σ’ αυτόν παιχνίδια. Εκπληκτικό, ασύλληπτο.

Πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, νεροπίστολα, μπουλντόζες, πυροσβεστικές, μπάλες, κούκλες και άλλα που δεν θυμάμαι πια, όλα πλαστικά, κακότεχνα και  ακαλαίσθητα. Σε σύγκριση με τα σημερινά, δεν έκαναν ούτε για σκουπίδια. Κι όμως, αυτός ο ουρανός από παιχνίδια πάνω από τα τσουβάλια με τις φακές και τα φασόλια, πάνω απ’ τις κονσέρβες και τα βαρέλια με τη φέτα, ήταν στα μάτια μου ο απόλυτος καταναλωτισμός και η μέγιστη παιδική ευμάρεια των Χριστουγέννων.

Πηγαίναμε όλα τα παιδιά και τα κοιτάζαμε απ’ έξω με τις ώρες. Διότι εμείς, τότε, παιχνίδι παίρναμε την Πρωτοχρονιά, όχι τα Χριστούγεννα. Με τα λεφτά που είχαμε μαζέψει από τα δυο κάλαντα, συν όσα τσόνταρε ο πατέρας. Αλλά ένα παιχνίδι όλο κι όλο. Κι είχαμε μέρες πολλές ως την Πρωτοχρονιά να διαλέξουμε το ένα και μοναδικό παιχνίδι που θα παίρναμε από κείνον τον άτιμο τον παραφορτωμένο σπάγκο. Ηταν αποφάσεις ζωής αυτές.

Τις παραμονές των Χριστουγέννων και τις παραμονές Πρωτοχρονιάς, τότε, περνούσαμε περίφημα παρά ταύτα. Οτι αυτόν τον κόσμο ξέραμε κι εκεί μέσα νιώθαμε ευτυχισμένοι. Διότι η ευτυχία στηρίζεται σ’ αυτά που δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν.