Στους καιρούς, προ κρίσης, σε έναν φάκελο, στο συρτάρι κάποιου γενικού γραμματέα στο υπουργείο Οικονομικών, υπήρχε θαμμένη μία σειρά από μπλοκαρισμένες επενδύσεις, μικρές ως επί το πλείστο αλλά μεγάλες για τις τοπικές κοινωνίες καθώς, εάν προχωρούσαν, θα προέκυπταν αρκετές θέσεις εργασίας.
Σε μια από εκείνες λοιπόν υπήρχε εμπλοκή καθώς κάποιοι τοπικοί παράγοντες αντιδρούσαν στην κοπή ορισμένων δέντρων «χαλεπίου πεύκης» (δεν είναι κάτι εξωτικό, το κοινό μας το πευκάκι είναι). Στον, κοντινό στην Αττική, νομό η ανεργία ήταν τότε από τις υψηλότερες στην χώρα. Σε μια άλλη, δεύτερη περίπτωση, η κλίση της στροφής του δρόμου που θα έδινε πρόσβαση της βιοτεχνίας στην κεντρική οδό υπολείπονταν ελαφρώς εκείνων που προέβλεπε ο κανονισμός και έπρεπε να γίνουν επιδιορθώσεις στον δρόμο προτού ξεκινήσει η επένδυση, που θα εξασφάλιζε περίπου 20 θέσεις εργασίας. Για λόγους όμως σχετικούς με την λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο νοών νοείτο, η πρόοδος εξελισσόταν με ρυθμό χελώνας.
Πολλά τέτοια παραδείγματα σίγουρα θα μπορεί να διηγηθεί κανείς και σήμερα, παρά το ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ενόψει της διάθεσης μεγάλου μέρους των νέων κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης σε μεγάλα έργα, δεν πρέπει να υποβαθμιστεί η σημασία των μικρότερων επιχειρηματικών σχεδίων που θα αναζωογονήσουν τις τοπικές κοινωνίες μετά από μία 10ετία πλήρους μαρασμού. Με την ανεργία στα ύψη οι 20 ή οι 30 ή οι 100 θέσεις εργασίας από μικρότερες επενδύσεις, εδώ κι εκεί, μπορεί να φαίνονται σταγόνα στον ωκεανό αλλά είναι κρίσιμης σημασίας. Ειδικά σε μια χώρα όπως η δική μας που δεν πρόκειται να γίνει Γερμανία, Γαλλία ή Ιταλία με τα μεγάλα εργοστάσια και την τεράστια βιομηχανική παραγωγή, οι μικρές, υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας επενδύσεις είναι κρίσιμης σημασίας για το σύνολο της οικονομίας.
Είναι αλήθεια πως η χώρα και η ελληνική δημόσια διοίκηση αποδεικνύουν on the ground πως στον κωδικό επενδύσεις έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για να τελειώσουμε μια και καλή με το μεγάλο μας εφιάλτη: την αδυναμία του ελληνικού Κράτους να δημιουργήσει ένα πλαίσιο με αρχή, μέση και τέλος για τις επενδύσεις, εξασφαλίζοντας το στοιχειώδες. Δηλαδή, ευελιξία και ταχύτητα στην αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν να κάνουν με το σύμπαν της ελληνικής γραφειοκρατίας και μπλοκάρουν ζωτικές επενδύσεις.
Ολα αυτά δεν πηγάζουν από μια διάθεση για γκρίνια, όπως επίσης πρέπει να είναι σαφές στο βωμό των επενδύσεων δεν πρέπει να θυσιάζονται τα πάντα. Ωστόσο, όταν κάποιος θέλει κάτι τότε μπορεί να βρει και τον τρόπο, όπως συνηθίζουν να λένε οι φίλοι μας οι Βρετανοί. Θα προσθέσω εγώ αρκεί να λειτουργούμε με την λογική, τις σύγχρονες αρχές για μια βιώσιμη ανάπτυξη και με γνώμονα το καλό των πολλών, το καλό της κοινότητας και στη βάση μιας ανάλυσης κόστους / ωφέλειας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ολα αυτά που όλοι τα λέμε και τα έχουμε ξαναπεί, στην παρούσα φάση δεν έχουμε την πολυτέλεια να τα αντιμετωπίζουμε ως μια ακόμη, φιλολογική συζήτηση. Το 2021 ξεκινά ένας μαραθώνιος – που πρέπει να τον μετατρέψουμε σε σπριντ – προκειμένου να απορροφήσουμε, με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, τα πολύτιμα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για να καταφέρουμε να μην βυθιστούμε σε μια στασιμότητα διαρκείας ή σε μια νέα ύφεση διαρκείας που είναι το χειρότερο σενάριο.
Ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, στο στρατηγείο του, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, επιχειρεί με το επιτελείο του να στήσει έναν μηχανισμό που θα υπερβαίνει πολλά προβλήματα προκειμένου βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια, ικανά να σταθούν επάξια μπροστά σε μια τραπεζική επιτροπή για να δανειοδοτηθούν, να τρέξουν και να φέρουν δουλειές. Οσο συμπαθής και συγκροτημένος και εάν είναι ο Αναπληρωτής, αυστηρός με την ομάδα του και διαθέτοντας αυτό που οι Αγγλοσάξονες θα έλεγαν sharp will, το έργο για τα μεγέθη και τις δυνατότητες του κρατικού μηχανισμού είναι τιτάνιο. Είναι τιτάνιο καθώς απαιτεί ριζική αλλαγή νοοτροπίας, out of the box. Δεν μπορεί εύκολα ο Έλληνας να αποχωριστεί την πολιτική των επιδοτήσεων (που γέμισαν τους κάμπους με BMW και Mercedes σε αλλοτινές εποχές), με ευθύνη κυρίως των πολιτικών ηγεσιών.
Τώρα, το μότο είναι ξεχάστε τις επιδοτήσεις, δεν είμαστε εδώ για να χαρίσουμε λεφτά αλλά για να δούμε τα λεφτά αυτά – ως μια τελευταία μεγάλη ευκαιρία – να πιάνουν τόπο.
Χατίρια κομμένα λοιπόν και σηκώνουμε μανίκια.