| CreativeProtagon
Απόψεις

Ο πόλεμος και αυτό το άθλιο «ναι, αλλά…»

Εχουμε πόλεμο. Τον πρώτο και τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Ομως, μακριά από το μέτωπο, στις όποιες συζητήσεις «της παρέας», σοβαρές και τεκμηριωμένες απόψεις γενικά δεν ακούγονται. Λείπει το διάβασμα. Η σοβαρή μελέτη. Αντικαθίστανται από τα «άκουσα ότι», «μου είπε ο τάδε» ή «είδα σε μια ανάρτηση»
Χρήστος Μιχαηλίδης

«Είμαστε κατά του πολέμου. Σίγουρα ο Πούτιν δεν έπρεπε να εισβάλει. Αλλά και αυτοί οι Ουκρανοί…».

«Συμφωνώ!», άκουσα ταυτόχρονα από τρία άτομα της παρέας των πέντε που βρεθήκαμε πριν από περίπου δέκα μέρες, σε ένα σύντομο ταξίδι μου στην Κύπρο, να διακόπτουν τη ροή της σκέψης του πρώτου.

«Συμφωνείτε με τι;», πετάχτηκα. «Με το ότι είστε εναντίον του πολέμου, ότι διαφωνείτε με τον Πούτιν, αλλά θεωρείτε πως έκαναν κάτι οι Ουκρανοί που δεν έπρεπε, και για αυτό αναγκάστηκε να επέμβει η Ρωσία;».

«Ακριβώς!», η ομόφωνη ετυμηγορία!

Θα μπορούσα να δεχτώ μια συζήτηση για το πώς η Ρωσία, εδώ και χρόνια, είχε επισημάνει ποιες είναι οι μεγάλες διαφορές της με την Ουκρανία, προειδοποιώντας μάλιστα πόσο αυτές την ανησυχούν.

Στις 25 Ιανουαρίου 2022, σχεδόν έναν μήνα πριν από την επέμβαση του Πούτιν, ο βρετανός δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής Ανατόλ Λίβεν, με βαθιά γνώση των γεωπολιτικών δεδομένων στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και στην Ασία, έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο περιοδικό Time. Τόνιζε ότι ενώ επί δεκαετίες η Ρωσία, και μάλιστα οι πιο φιλελεύθερες και φιλοδυτικές φωνές της τότε, όπως του υπουργού Εξωτερικών Αντρέι Κοζίρεφ (σήμερα δεν υπάρχουν δυστυχώς, τις εξαφάνισε ο Πούτιν), εξηγούσαν τον προβληματισμό τους, «η Δύση έπρεπε, αλλά δεν τις είχε ακούσει». Ισως αν το έκανε τότε, προσθέτει ο Λίβεν, να μη φτάναμε σήμερα ως εδώ. 

Εχουμε πόλεμο. Τον πρώτο και τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Και φυσικό είναι οι ακαδημαϊκές αναλύσεις και προσεγγίσεις να περιμένουν. Τώρα, μαζεύεις νεκρούς, περιθάλπεις τραυματίες, φιλοξενείς πρόσφυγες και απαιτείς από τον εισβολέα να σταματήσει. 

Ομως, μακριά από το μέτωπο, στις όποιες συζητήσεις «της παρέας», σοβαρές και τεκμηριωμένες απόψεις γενικά δεν ακούγονται. Λείπει το διάβασμα, βλέπετε. Η σοβαρή μελέτη. Η επιλογή έγκυρων πηγών και αξιόπιστων ομιλητών, αρθρογράφων, αναλυτών. Αντικαθίστανται από τα «άκουσα ότι», τα «μου είπε ο τάδε», ή τα «είδα σε μια ανάρτηση». Γενικώς, αορίστως και ελλιπώς. Και διανθισμένα όλα από την αδιατάρακτη πολιτική θέση των δογματικών…

Στην πρώτη περίπτωση, ο «τάδε», ειδικά στην Κύπρο που είναι μικρός τόπος, αλλά και εδώ που είναι λίγο πιο μεγάλος, είναι ένας πολιτικός ή άλλος δημόσιος παράγοντας – οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, συνδικαλιστής, επιχειρηματίας, δημόσιος λειτουργός (όπως λέγεται στο νησί), εκκλησιαστικό πρόσωπο ή και νομικός ή ορκωτός λογιστής με άμεση σχέση με πελάτες των εμπλεκόμενων πλευρών.

Η επιλογή του κάθε «τάδε» γίνεται με βασικά κριτήρια αυτά της «συμπάθειας», της «γνωριμίας» και του «συμφέροντος». 

Αυτό λοιπόν το «άκουσα ότι», που τελικά μετεξελίσσεται στο «ναι, αλλά», δεν είναι προϊόν σκέψης μετά την ανάγνωση κάποιων άρθρων σαν αυτό του Λίβεν, έχοντας ψάξει και έχοντας βρει ποιος είναι, τι έχει κάνει στη ζωή του και, πάνω απ’ όλα, έχοντας καταλάβει τι εννοεί με αυτά που γράφει.

Οχι! Ο βιαστικός και πρόχειρος κριτής τροφοδοτείται από όσα «μισόλογα» κατάφερε να συγκρατήσει και να αποδώσει. «Παίζει» βεβαίως και ο ευσεβής πόθος του. Τι θα ήθελε να συμβαίνει. Για όποιους, δικούς του λόγους… 

Το παλιό καφενείο είχε μια ρομαντικότητα. Ισως κι έναν λαϊκό ρεαλισμό. Οι άνθρωποι, όσο και αν ήθελαν να είναι «μέσα στα πράγματα», ήξεραν τα όριά τους και, εκτός λίγων γραφικών περιπτώσεων (που συνήθως ήταν και συμπαθητικές!), σταματούσαν εκεί που έπρεπε. 

Στο σύγχρονο καφενείο, που διαθέτει και άπειρα δείγματα νεοπλουτισμού, ο θαμών είναι κατά βάση ένας name-dropper, δηλαδή, πετάει ονόματα των… αξιόπιστων γνωριμιών του, που μάλιστα μπορεί και να μην έχει καν επεξεργαστεί την πληροφορία ή και την ανάλυση που μεταφέρει. 

Αλλά για να φύγουμε από τα θεμελιώδη ενός σοβαρού και τεκμηριωμένου διαλόγου, ας δούμε και λίγο διαφορετικά αυτό το «ναι, αλλά…», θυμίζοντας στους εδώ και στην Κύπρο πελαγωμένους φίλους μου ότι και εκεί, το 1974 έγινε μια εισβολή, με παρόμοια «παρενέργεια επιχειρημάτων». 

Γενικά, υπήρχε σχεδόν παγκόσμια καταδίκη της εισβολής των Τούρκων, συνοδευόμενη όμως και τότε από πολλά «ναι αλλά…», υπό μορφήν διαφόρων επιχειρημάτων όπως ότι:

– Και εκείνοι, οι Τούρκοι, ως εγγυήτρια δύναμη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, προκλήθηκαν από τη χούντα των Αθηνών, που έκανε πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου για να ενώσει το νησί με την Ελλάδα.

– Και εκείνοι, οι Τούρκοι, επενέβησαν για να προστατέψουν τους Τουρκοκύπριους που ήταν μειονότητα. 

Οπως εμείς λοιπόν, τότε, απαιτούσαμε και ζητούσαμε από όλους τους διεθνείς οργανισμούς και όλα τα κράτη να καταδικάσουν απαρέγκλιτα και δίχως υποσημειώσεις την τουρκική εισβολή, έτσι και τώρα που έχουμε κατάληψη εδαφών, που έχουμε νεκρούς και πρόσφυγες, το «ναι αλλά…» δεν μπορεί να έπεται μιας χλιαρής καταδίκης, ούτε να συνδέεται με μια παραδοσιακή-νοσταλγική-ψυχολογική κ.λπ., φιλορωσική ανάγκη, ούτε και να συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς στην playlist μιας συναυλίας για την ειρήνη γενικώς.

Το timing είναι τόσο άθλιο, όσο και το «ναι, αλλά…». Το ίδιο ισχύει και για όσα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα μιας διαδικτυακής ή και πραγματικής καφετέριας «της παρέας»…