Είναι συγκινητικό που ο Γιάννης Ατνετοκούμπο ανέβηκε να πάρει το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της χρονιάς στο ΝΒΑ, με σακάκι που είχε από μέσα κεντημένο τον Παρθενώνα. Είναι συγκινητικό που σε κάθε ευκαιρία μιλάει για την Ελλάδα, τη στηρίζει και την προβάλει. Συγκινητικό, αλλά και κάπως σουρεαλιστικό.. Εμάς εννοεί, σίγουρα;.. σκέφτεσαι. Είναι όπως βλέπεις κάποιον να σου χαμογελάει και γυρίζεις να σιγουρευτείς ότι χαμογελάει σ’ εσένα και όχι σε κάποιον πίσω σου.
Εμάς εννοεί, όμως. Λιώνει για την Ελλάδα. Θα μπορούσε και να μην έλιωνε. Δεν είναι αυτονόητο ότι ένα παιδί, όπως ο Γιάννης, θα ένιωθε έτσι για μια χώρα όπου οι γονείς του βρέθηκαν μετανάστες, και μάλιστα για μια χώρα που στέκεται αμήχανη απέναντι στους μετανάστες. Την αγαπάει ωστόσο, κι αυτό είναι υπέροχο. Γιατί η αγάπη και η γνήσια αφοσίωσή του, δεν μπορεί να προέκυψαν έτσι, αυθαίρετα. Καταλαβαίνεις ότι πηγάζουν από τον πυρήνα αυτής της χώρας, που δεν είναι άλλος απ’ τους ανθρώπους της.
Ο Γιάννης αγαπάει την Ελλάδα γιατί αγάπησε τους ανθρώπους της. Όχι όλους, φυσικά, κάποιους, οι οποίοι βρέθηκαν στο δρόμο του. Τους αγάπησε τόσο, που διαμόρφωσαν την εικόνα και τη γνώμη του για ολόκληρη τη χώρα. Τους αγάπησε τόσο, που έκανε την Ελλάδα πατρίδα του, βαθιά και ουσιαστικά.
Οι άνθρωποι που αγάπησε ο Γιάννης, είναι εκείνοι, που στη δύσκολη και γεμάτη στερήσεις ζωή των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων, τον αγκάλιασαν και τον στήριξαν. Και τον ίδιο και την οικογένειά του. Είναι υπέροχο λοιπόν να συνειδητοποιείς, και μέσα από τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται πεντακάθαρα, ότι υπάρχουν αυτοί άνθρωποι, αυτοί οι Έλληνες, που αγκαλιάζουν τους μετανάστες, και τους στηρίζουν σε πείσμα του γενικότερου ρατσισμού και εθνικισμού, αλλά και της εχθρικής γραφειοκρατίας που δίνει με το σταγονόμετρο ίσες ευκαιρίες, ακόμα και στα παιδιά που γέννησαν εδώ.
Οταν ο Γιάννης Αντετοκούμπο έγινε το Greek Freak μας και ήρθε στο φως η ιστορία του, πολλοί αναζήτησαν τον πρώην μπασκετμπολίστα και προπονητή του Φιλαθλητικού, Σπύρο Βελλινιάτη. Είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Γιάννη, στάθηκε πίσω του και τον έσπρωξε βήμα-βήμα στον σημείο εκκίνησης για την κορυφή.
Τον Γιάννη και πολλά ακόμα παιδιά, ταλαντούχα σαν τον Γιάννη, έχει ανακαλύψει ο Σπύρος Βελλινιάτης στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και τους έχει δώσει μια ευκαιρία, δια μέσω του αθλητισμού, να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Να πηδήσουν απ’ το σημείο μηδέν όπου βρίσκονται, απ’ τη συνθήκη του «δεν έχω στον ήλιο μοίρα», σ’ ένα δρόμο που οδηγεί κάπου. Ενίοτε και πολύ ψηλά, μέχρι την υπέρλαμπρη σκηνή του Λος Άντζελες για να παραλάβουν το MVP βραβείο.
Δεν θέλει πολύ για να καταλάβεις ότι αυτός ο άνθρωπος υπήρξε, όχι μόνο προπονητής του Αντετοκούμπο, αλλά και φίλος, δάσκαλος και παιδαγωγός του. Και στήριγμα του ίδιου και της οικογένειάς του: «Έχεις μπροστά σου τον Μότσαρτ και δεν έχει φαγητό. Τι του δίνεις; Αυτό είναι το δίλημμα. Η απάντηση δεν είναι πάντως το βιολί. Η απάντηση είναι φαγητό», είχε πει ο Σπύρος Βελλινιάτης, όταν ερωτήθηκε για το γεγονός ότι ο Φιλαθλητικός είχε κάποτε βοηθήσει την μητέρα του παίκτη να βρει δουλειά.
Και κάπως έτσι, μέσα από την ιστορία του Γιάννη, αποκαλύφθηκε ένας μικρός κόσμος γεμάτος φως και αγάπη για τους μετανάστες, μέσα στην αφιλόξενη γι’ αυτούς πόλη μας. Ένας κόσμος που η καλοσύνη κάποιων συμπολιτών μας δημιουργεί μικρές φωλιές επώασης ταλέντων και περιβάλλοντα υποστήριξης και ενίσχυσης των μεταναστών, που λειτουργούν σαν σανίδες σωτηρίας, σαν σκαλοπάτια για ένα καλύτερο, ίσως μέλλον.
Ο Παρθενώνας στο σακάκι του Γιάννη έχει μέσα του, στο φόντο, τα μάτια αυτών των ανθρώπων. Και σίγουρα, έχει κεντηθεί με την αγάπη τους.
ΥΓ. Ένα πολύ ωραίο άρθρο του Ιάσονα Καραμήτσου απ’ το 2016, για τους ανθρώπους πίσω απ’ τον Γιάννη