Το 1990, όταν η Γιουγκοσλαβία είχε αρχίσει να ραγίζει, Σέρβοι και Κροάτες βάλθηκαν να αναζητήσουν τις διαφορές τους. Για το Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), θεσμό κύρους που λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη από το 1954, η γλώσσα ονομάζεται «σερβοκροατική», αλλά αίφνης, οι ίδιοι άνθρωποι που έτσι την αποκαλούσαν ανέκαθεν, διχοτόμησαν τη λέξη. Οι μεν κράτησαν το πρώτο μισό, οι δε το δεύτερο.
Λέξεις σχεδόν ξεχασμένες, όπως το vlak για το τρένο ή το kruh για το ψωμί, επανήλθαν στο κροατικό λεξιλόγιο για να αντικαταστήσουν το voz και το hleb και να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό για δύο διαφορετικές γλώσσες. Και όπως συχνά συμβαίνει, ο αθλητισμός υπήρξε ο προάγγελος αυτού που επρόκειτο να συμβεί. Μετά τις 13 Μαΐου 1990, όταν στο «Μάξιμιρ» του Ζάγκρεμπ ματαιώθηκε λόγω επεισοδίων ο αγώνας Δυναμό Ζάγκρεμπ – Ερυθρός Αστέρας που θα αναδείκνυε την πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας, με τρεις χιλιάδες υποστηρικτές του Αρκάν στις κερκίδες, παλιοί συμπαίκτες έγιναν ξένοι. Κάποιοι έγιναν και εχθροί.
Και όμως, τον Ιούνιο 1991, στο Ευρωμπάσκετ στη Ρώμη, η εθνική Γιουγκοσλαβίας ήταν ακόμη εθνική Γιουγκοσλαβίας. Και αυτό αποτέλεσε πρωτίστως επίτευγμα του Ντούσαν Ιβκοβιτς.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι εκείνη η Γιουγκοσλαβία έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ που είδαμε ποτέ στην Ευρώπη. Με κάθε επιφύλαξη για τις συγκρίσεις διαφορετικών εποχών, έτσι είναι! Η ατμόσφαιρα στην αποστολή των «Πλάβι», τόσο στο «Παλαέουρ» όσο και στο ξενοδοχείο, δεν επέτρεπε σε κανέναν μας την σκέψη ότι αυτοί οι αθλητές προέρχονταν από μία χώρα όπου το μίσος ήδη κυριαρχούσε κάθετα και διαγώνια. Το κύρος του Ντούντα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε όχι μόνο μπορούσε να ελέγξει ισχυρές προσωπικότητες αλλά και να παραμερίσει τις εθνοτικές διαφορές. Πέντε Κροάτες -Κούκοτς, Ράτζα, Περάσοβιτς, Σρετένοβιτς, Κόμαζετς-, έξι Σέρβοι -Ντίβατς, Πάσπαλι, Ντανίλοβιτς, Τζόρτζεβιτς, Σάβιτς, Γιοβάνοβιτς- και ο σλοβένος Ζντοβτς κλείστηκαν σε μια γυάλα και, απομονωμένοι από ό,τι συνέβαινε πίσω στις πατρίδες τους, έγραψαν τον επίλογο που άξιζε στην μπασκετική Γιουγκοσλαβία.
Η γυάλα ράγισε λίγο πριν από τον ημιτελικό αλλά άντεξε. Η Σλοβενία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της και ο Ζντοβτς δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τη Λιουμπλιάνα που του έλεγε ότι, αν αγωνιζόταν, θα αντιμετωπιζόταν ως προδότης. Παίκτης και προπονητής είχαν να διαχειρισθούν ένα πρόβλημα που η λύση του δεν υπήρχε στα εγχειρίδια. Ο Ίβκοβιτς του είπε ότι θα τον καταλάβαινε, ό,τι και αν αποφάσιζε. Εκείνος κάθισε στον πάγκο με πολιτικά. Κυριολεκτικά στην άκρη. Μετέωρος ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες, μετείχε στα τάιμ άουτ όπως θα έκανε εάν αγωνιζόταν. Το πνεύμα της ομάδας παρέμεινε αρραγές. Η Γιουγκοσλαβία συνέτριψε στον ημιτελικό την Γαλλία 97-76 και την επομένη κατέκτησε το κύπελλο νικώντας εύκολα 88-73 την Ιταλία. Ο Ζντοβτς ήταν παρών και πανηγύρισε με τους συμπαίκτες. Αλλά όχι πλέον συμπατριώτες του.
Λίγο αργότερα, στην συνέντευξη Τύπου, ανακοινώθηκε ότι ο Ιβκοβιτς αναλάμβανε τον ΠΑΟΚ. Πώς έγινε και ο ΠΑΟΚ του Ιβκοβιτς δεν κατέκτησε έναν ευρωπαϊκό τίτλο μολονότι έπαιξε το ωριμότερο μπάσκετ στην ιστορία του, είναι μια πολύ πικρή ιστορία, από εκείνες που, πάντως, συχνά γράφονται στον αθλητισμό. Φεύγοντας, στο μεγαλύτερο από τα λάθη που έγιναν ποτέ στο μπάσκετ του συλλόγου, άφησε πίσω του μια ομάδα που ο ίδιος ονειρευόταν να δεσπόζει τα επόμενα χρόνια στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Κόρφα, Πρέλεβιτς, Μπαλογιάννη, Μπουντούρη. Το καλύτερο δίδυμο ξένων που πέρασε από τον Δικέφαλο, Μπέρι και Σάβιτς. Δύο μεγάλα ταλέντα, Ρετζιά και Γιαννούλη, που άλλη εξέλιξη θα είχαν στα χέρια του. Και στην εφηβική ομάδα Στογιάκοβιτς και Νεστέροβιτς. Πριν μιλήσετε για ελληνοποιήσεις, λάβετε υπ’ όψιν ότι όλες οι ομάδες ελληνοποιούσαν Σέρβους εκείνη την εποχή. Αλλά ο Ίβκοβιτς είχε διαλέξει τους δύο καλύτερους 16χρονους.
Με τους δημοσιογράφους δεν τα πήγαινε πολύ καλά ο Ίβκοβιτς. Για την ακρίβεια, με πολλούς δημοσιογράφους. Με το δίκιο του. Ήρθε από μια χώρα όπου όσοι έγραφαν για το μπάσκετ, γνώριζαν το αντικείμενο. Και εκεί τον σέβονταν όλοι ανεξαιρέτως. Και βρέθηκε σε ένα νοσηρό περιβάλλον ΜΜΕ όπου είχαν αρχίσει να κυριαρχούν ατάκες, παραλειπόμενα, υπονοούμενα, εξυπνακισμοί, ψίθυροι και γενικώς ανοησίες. Αυτό δεν το αποδέχθηκε ποτέ. Και όταν γνώρισε από κοντά κάποιους από εκείνους που του έκαναν υποδείξεις, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους παίρνει στα σοβαρά. Κάτι ανάλογο δεν συνέβη και με τον Όσιμ;
* Ο Μάκης Βοϊτσίδης είναι δημοσιογράφος, πρώην πρόεδρος της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάλυπτε δημοσιογραφικά την ομάδα μπάσκετ του ΠΑΟΚ