O Γιώργος Νταλάρας έκανε δηλώσεις στην εκπομπή «Χαμογέλα και πάλι!», την οποία παρουσιάζει η Σίσσυ Χρηστίδου στο Mega. Πρόκειται για μια εκπομπή «ελαφρού ρεπερτορίου», στην οποία πριν και μετά τη συνέντευξη του Γιώργου Νταλάρα θα βγει μία ή ένας ρεπόρτερ, από αυτούς που τη στήνουν στους δρόμους και περιμένουν τους διάσημους, και θα μας πει πού πήγε ποιος με ποια, ποιος χώρισε από ποια και ούτω καθεξής. Ολα καλά. Ή και όχι. Πάμε παρακάτω, όμως.
Ο Νταλάρας είπε κάποια πράγματα για τους τραγουδιστές που «κάνουν διαφημίσεις για μπιφτέκια ή λουκάνικα», συνέκρινε τον Αργυρό και τον Ρέμο με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, μίλησε για ντροπή, για εκμετάλλευση, για καραγκιοζιλίκια, και τα λοιπά. Συμφωνείς ή δεν συμφωνείς, πάλι όλα καλά. Ή και όχι. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις από τους ενδιαφερόμενους. Αναμενόμενο.
Μετά έγινε το εξής: Ο Νταλάρας πήγε σε μια εκδήλωση για τον Βασίλη Τσιτσάνη και απ’ έξω τον περίμεναν οι ρεπόρτερ των πρωινάδικων και των μεσημεριανάδικων –όπως αυτό στο οποίο είχε δώσει συνέντευξη μία μέρα νωρίτερα, να θυμίσω– για να τον ρωτήσουν για τις δηλώσεις περί «τραγουδιστών που κάνουν διαφημίσεις για μπιφτέκια και λουκάνικα» και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν. Και ο Νταλάρας «τα πήρε» και άρχισε να τους κράζει: «Δεν είναι δημοσιογραφία αυτό, αγόρι μου. Δεν είναι καλό αυτό που κάνετε. Σε λίγο, αν τα δεις αυτά και δεις τον εαυτό σου, θα ντραπείς. Δεν το κάνουμε αυτό» είπε σε έναν ρεπόρτερ. Σε μια άλλη είπε: «Κι εσύ, που είσαι χαριτωμένη, ο μπαμπάς σου ή ο θείος σου θα σου πει ότι είναι ντροπή αυτό που κάνεις. Μην το κάνεις».
Να ξεπεράσουμε, με βαριά καρδιά, το «κι εσύ που είσαι χαριτωμένη» και τα περί μπαμπά και θείου, που είναι έτσι κι αλλιώς απαράδεκτα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Ποιο είναι το θέμα μας; Το θέμα μας είναι ότι όταν δεν σου αρέσει κάτι, δεν το ταΐζεις. Δεν γίνεται τη μια μέρα να το ταΐζεις και την άλλη να το κράζεις. Κάτι δεν πάει καλά. Δεν μπορεί τη μια μέρα να βγαίνεις στο πρωινάδικο/μεσημεριανάδικο/απογευματάδικο και να κάνεις εμπρηστικές δηλώσεις περί συναδέλφων σου, που ξέρεις πάρα πολύ καλά τι ντόρο θα προκαλέσουν, και την επόμενη μέρα να σου φταίει το κοριτσάκι ή το αγοράκι με το «ματσούκι», που δουλεύει στην ίδια εκπομπή.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι από όλους εκείνους που έσπευσαν να υποστηρίξουν τον Γιώργο Νταλάρα και να καταδικάσουν στο πυρ το εξώτερο τη νεαρή «χαριτωμένη» ρεπόρτερ ως «τσογλάνι με ματσούκι», κανείς δεν σκέφτηκε ποιος, πώς και πού το ξεκίνησε όλο αυτό.
Θυμήθηκα την Ελένη Μενεγάκη. Η Μενεγάκη είχε πάντα έναν κανόνα με τον οποίο διαμορφώθηκε η σχέση της με τα ΜΜΕ: «Θα γράφεις ό,τι θες για μένα, δεν με νοιάζει. Μόνο μην πειράξεις τα παιδιά μου». Και πράγματι, πολλά περιοδικά επιβίωσαν επί χρόνια γράφοντας ό,τι μπαρούφα τούς κατέβαινε για την Ελένη Μενεγάκη, αλλά τη μία φορά που ένα περιοδικό δημοσίευσε φωτογραφίες των παιδιών της, η Μενεγάκη το τιμώρησε με τον χειρότερο τρόπο: τους απαγόρευσε –δικαστικώς– να γράφουν για αυτήν. «Βουτιά» το περιοδικό. Η Ελένη Μενεγάκη ήταν ξεκάθαρη. Δεν επιτίθετο ποτέ στα ΜΜΕ, ακόμη και εκείνα που τη ζάλιζαν για τα πλέον απίθανα πράγματα, και έγραφαν γι’ αυτήν παραμύθια της Χαλιμάς. Τίμιο. Το είχε αποφασισμένο. Από αυτό ζούσε.
Ο Γιώργος Νταλάρας, πάλι, δεν φαίνεται να το έχει αποφασισμένο. Εβγαλε νέο δίσκο, διαβάζω, και επειδή οι εποχές είναι δύσκολες, κάθε δημοσιότητα είναι καλή δημοσιότητα. Ακόμη και από ένα πρωινάδικο, από αυτά που ξέρει ο ίδιος –εκατό χρόνια στο κουρμπέτι είναι– ότι παίρνουν την τρίχα και την κάνουν τριχιά. Οτι ζουν από αυτό: από το κουτσομπολιό και το γαϊτανάκι του «μου είπε, του είπα». Οτι στέλνουν τα πιτσιρίκια που απασχολούν ως «ρεπόρτερ» να φέρουν την «είδηση», τη «δήλωση», πάση θυσία, να σαπίσουν έξω από τα θέατρα και να ξεροσταλιάσουν στις γωνίες των δρόμων, επειδή πρέπει να βγάλουν το μεροκάματο του μιντιακού τρόμου. Τα ξέρεις αυτά. Ξέρεις ότι θα γίνει της τρελής όταν θα κάνεις μια δήλωση και θα ονομάσεις και δυο-τρεις συναδέλφους. Μια βδομάδα θα τρέφονται τα κουτσομπολάδικα από αυτή τη δήλωση.
Γιατί δεν τα είπε στη Σίσση Χρηστίδου αυτά, όταν της παραχώρησε συνέντευξη; «Ξέρεις, Σίσσυ μου, καλή η εκπομπή σου, αλλά θα έπρεπε να ντρέπεστε για τη δουλειά που κάνετε και θα ντρέπεται και ο μπαμπάς σας για λογαριασμό σας»; Που νόμιζε ότι πήγε, στην Κριστιάν Αμανπούρ; Τον ξεγέλασαν; Τον αιφνιδίασαν οι ρεπόρτερ των πρωινάδικων; Δεν το έχει ξαναδεί ποτέ να γίνεται αυτό; Ή θεώρησε ότι, ως τοτέμ της ποιότητας, τα κουτσομπολάδικα θα τον σεβαστούν και θα μείνουν μακριά του;
Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν έχουν πάει ποτέ στη ζωή τους σε τέτοιες εκπομπές. Βγάλουν δεν βγάλουν δίσκο, παίξουν δεν παίξουν σε σίριαλ, ακλόνητα παραμένουν μακριά από αυτόν τον κόσμο της ανούσιας αναπαραγωγής του απόλυτου τίποτα. Από το μιντιακό βασίλειο της κενότητας. Σε τελική ανάλυση, το τέρας υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το σκοτώσεις: να πάψεις να το τρέφεις.
Οταν η κατάσταση είναι αλληλοτροφοδοτούμενη, όμως, τα όρια μεταξύ ποιότητας και «τσογλαναρίας με ματσούκια» γίνονται ελαφρώς δυσδιάκριτα και οι μανιχαϊστικές αναλύσεις δεν ακουμπούν καμία αλήθεια. Μόνο αυτήν που θα ήθελε να βλέπει καθένας.