Δεν γίνεται να είσαι πρωθυπουργός στην Ελλάδα χωρίς να είσαι ταυτόχρονα πρωθυπουργός και στην «αθάνατη Ελλάδα». Εξ ου και η θέση είναι δύσκολη: το ρίσκο που συνεπάγεται η «αθάνατη Ελλάδα» καραδοκεί καθημερινά. Ρίσκο που μπορεί να αποδειχθεί θανάσιμο. Kαι η ευθύνη πάντα επιστρέφει στην πολιτική ηγεσία. Πού αλλού να πάει;
Γιατί αυτές οι θεωρητικούρες για εισαγωγή; Ως ελαφρυντικό για τον πληθωρισμό, τα προβλήματα της Υγείας και όλα αυτά που δεν έχει αντιμετωπίσει όπως θα θέλαμε ο Μητσοτάκης; Το αντίθετο: ως job description. Και ως υπενθύμιση ότι η θέση εργασίας που ονομάζουμε «Πρωθυπουργός της Ελλάδας» απαιτεί σύνθετες δεξιότητες.
Πώς τα πήγε ο Μητσοτάκης το 2024; Ηταν χωρίς αμφιβολία η χρονιά που αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε πολιτικό επίπεδο, όχι όμως και η πιο δύσκολη χρονιά για τη χώρα (το 2020 η νέα δεκαετία ξεκινούσε με πανδημία, Εβρο και Ανατολική Μεσόγειο). Πολιτικά, όμως, η συσσώρευση των κρίσεων (15 χρόνια πλέον από το 2009), ο επίμονος πληθωρισμός και οι βαθιές πληγές του κράτους (από τη δεκαετία την μνημονίων), κόστισαν στην κυβέρνηση. Και κόστισαν γιατί οι πολίτες δυσκολεύονται πολύ και χάνουν πια την υπομονή τους.
Το 28% στις ευρωεκλογές δεν το περίμεναν κάποιοι στο Μαξίμου, οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί σε ένα τεχνοκρατικό «sky is the limit» και μια ανάγνωση της πραγματικότητας με βάση πίνακες και αριθμούς – μετά την αποχώρηση του Γρηγόρη Δημητριάδη αυτού του είδους η «αποσύνδεση» πήρε το πάνω χέρι στο κυβερνητικό κέντρο γύρω από τον Πρωθυπουργό.
Το κακό αποτέλεσμα, παρά την απουσία αντιπάλου, έφερε πολιτικά προβλήματα. Το χθες αναθάρρησε και οι προσδοκίες του οπτικοποιήθηκαν με τον ωραιότερο τρόπο στη συνύπαρξη Καραμανλή, Σαμαρά και Βασιλικής Θάνου στο Πολεμικό Μουσείο την 1η Ιουλίου. Ο Μητσοτάκης αντέδρασε με τη διαγραφή Σαμαρά τον Νοέμβριο, συσπειρώνοντας και τους κεντρώους.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τον Προϋπολογισμό, κέρδισε καθαρά αυτόν τον γύρο. Κατόπιν τούτων, τα σενάρια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (με τον Τσίπρα πλέον σε ρόλο αφανούς προέδρου) θα προτείνει τον Προκόπη Παυλόπουλο για ΠτΔ περισσότερο εξυπηρετούν την ευθυμία με το κρασάκι και τη γέμιση στα ρεβεγιόν παρά τον φόβο ότι θα ξαναμπούμε σε περιπέτειες με τα ίδια πρόσωπα, εννέα χρόνια μετά το 2015. Αλλωστε αξιωματική αντιπολίτευση είναι πλέον το ΠΑΣΟΚ, που μπορεί να πατάει σε δύο βάρκες για να προσελκύσει κόσμο από τα αριστερά, αλλά δείχνει να δεσμεύεται –με Γερουλάνο και Διαμαντοπούλου– από ένα επίπεδο σοβαρότητας σε όσα προτείνει.
Η χρονιά κλείνει με νέο κύμα επαίνων του διεθνούς Τύπου για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην Ελλάδα που υπογραμμίζεται από τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα σε Γερμανία και Γαλλία. Βρίσκεται όμως σε αντιδιαστολή με το μείγμα κόπωσης και οργής που αισθάνονται οι φτωχότεροι Ελληνες μπροστά στα ράφια των σουπερμάρκετ.
Ο Μητσοτάκης, που στο τέλος του 2023 στεκόταν στο θετικό κλίμα για την Ελλάδα (είχαμε μόλις κερδίσει την επενδυτική βαθμίδα), στο τέλος του 2024 μοιάζει να έχει αφήσει πίσω αυτή την κάπως μονοδιάστατη προσέγγιση (και όσους κοντά του την εξέφρασαν). Η παρέμβασή του για τις τράπεζες –που ενισχύει δημοσκοπικά τη ΝΔ, με βάση τις κυλιόμενες έρευνες– ήταν μια τομή με συμβολικό βάρος, που έστειλε ακριβώς αυτό το μήνυμα: Σημασία έχει αυτό που βλέπει στην πράξη ο πολίτης. Το πνεύμα αυτό αναμένεται να διέπει και τον πιθανό ανασχηματισμό μετά την εκλογή ΠτΔ – η οποία δεν προβλέπεται να κρύβει εκπλήξεις μετά την επικράτηση του Πρωθυπουργού σε αυτόν τον γύρο της εσωκομματικής αναμέτρησης.
Ομως το 2025 δεν θα είναι μια εύκολη χρονιά. Παρά την «καλοσύνη των ξένων», των αγορών και των διεθνών ΜΜΕ, για τους πολίτες το νερό στο ποτήρι φτάνει μέχρι τη μέση. Το αν θα το δουν μισογεμάτο, διαβλέποντας κάποια προοπτική, ή μισοάδειο, νιώθοντας ότι ζουν τα ίδια και τα ίδια, θα κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις. Αλλά και το πρόσημο της δεκαετίας.
Ο Μητσοτάκης επένδυσε στη σταθερότητα και την ανάπτυξη, προσπαθώντας να μην επεμβαίνει εκεί που κινείται το χρήμα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην ανακοπεί ο ρυθμός ανάπτυξης και να μη στείλουμε λάθος μήνυμα στις αγορές. Με την παρέμβασή του, ωστόσο, για τις τράπεζες δείχνει ότι αναζητεί μια χρυσή τομή, παραμερίζοντας τους πάσης φύσεως ακραιφνείς. Από την υλοποίηση αυτής της συνταγής για την ακρίβεια και το στεγαστικό, αλλά και την ταχύτητα με την οποία θα μαζευτεί (έστω) το χάος στο διαλυμένο από τα μνημόνια κράτος, θα κριθεί το 2025 η δεύτερη τετραετία.
Με το τρίπτυχο, λοιπόν, διαγραφή Σαμαρά-Μετρό Θεσσαλονίκης-τράπεζες ο Πρωθυπουργός μοιάζει να έσωσε στο τέλος την πολιτική παρτίδα του 2024. Ομως οι ισορροπίες παραμένουν εύθραυστες. Ο κόσμος συνεχίζει να πιέζεται από την ακρίβεια, ενώ μετά από σχεδόν έξι χρόνια θεωρεί τη σταθερότητα κάτι δεδομένο (παρότι γύρω μας η αστάθεια μάς κυκλώνει). Σε αυτές τις μεταβλητές προσθέστε και το γεγονός ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός κυβερνά αναγκαστικά και την «αθάνατη Ελλάδα».
Παράδειγμα: Εγκαινιάστηκε ένα σπουδαίο έργο, το Μετρό της Θεσσαλονίκης, και σε χρόνο dt η «αθάνατη» έκανε αυτό που λέγαμε στον στρατό «ανακατάληψη προγεφυρώματος»: πήγαν και κόλλησαν γύρω από τα εκδοτήρια ένα μάτσο κόλλες Α4 (σαν να βρίσκεσαι στο ΙΚΑ Καλλιθέας) που έλεγαν τα γνωστά του ελληνικού Δημοσίου: δεν έχουμε ψιλά, δεν έχουμε ρέστα, δεν γίνεται ρε παιδάκι μου!
Και ενώ η σωστή εκκένωση για κάτι που συμβαίνει σε κάθε μετρό του κόσμου ήταν δείγμα καλής οργάνωσης (όχι ανοργανωσιάς, όπως παρουσιάστηκε), η «αθάνατη» δεν παύει να είναι παρούσα, ως διαρκής, παράφρων μεταβλητή της χώρας. Και ενίοτε κοστίζει ζωές. Επομένως, κάθε προσπάθεια να προβλέψει κανείς τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα το 2025 δεν μπορεί να εξαιρεί το τυχαίο. Η πιο έντιμη πρόβλεψη είναι… «θα δούμε».