Ανοίγοντας τη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης την Πέμπτη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε από το βήμα της Βουλής επί 74 λεπτά. Περιέγραψε με λεπτομέρειες το εθνικό σχέδιο για την Ελλάδα του 2027, όταν θα ολοκληρώνεται δηλαδή η δεύτερη τετραετία του στην πρωθυπουργία της χώρας, απαρίθμησε σχολαστικά τα πρώτα μέτρα που θα λάβει η κυβέρνησή του, επανέλαβε αναλυτικά τον προγραμματισμό της υλοποίησης όσων είχε υποσχεθεί προεκλογικά, ξεχώρισε βεβαίως το θέμα της αναγνώρισης των ξένων πανεπιστημίων.
Ωστόσο, η ομιλία επί των προγραμματικών δηλώσεων του Πρωθυπουργού δεν ήταν μόνο η παρουσίαση του οδικού χάρτη για τι θα κάνει η κυβέρνησή του, και πότε θα το κάνει, ως το 2027, όταν πια η χώρα θα βαδίζει προς την τέταρτη δεκαετία του 21ου αιώνα –που και αυτή βέβαια η λεπτομερής παρουσίαση θα αρκούσε να την κατατάξει ανάμεσα στις ιστορικές ομιλίες του κοινοβουλίου.
Είχε και ένα ευδιάκριτο πολιτικό και, αν θέλετε, προσωπικό, αποτύπωμα, καθώς ο ίδιος κ. Μητσοτάκης, έχοντας πια κερδίσει τρεις συνεχόμενες εθνικές εκλογές, έχοντας επανεκλεγεί πανηγυρικά στην πρωθυπουργία και απολαμβάνοντας πλέον μια χωρίς προηγούμενο πολιτική ηγεμονία με απήχηση σε ένα τεράστιο εύρος του ιδεολογικού φάσματος, νιώθει –ή έστω έχει το δικαίωμα να προσδοκά– ότι αναμετράται με τους μεγάλους statesmen της Ελλάδας.
Ενα σημείο της ομιλίας του ήταν χαρακτηριστικό: όταν περιέγραψε το σχέδιό του για τον τέταρτο μεγάλο εκσυγχρονισμό της χώρας, επισημαίνοντας ότι ιστορικά βρισκόμαστε σε ένα νέο μεταίχμιο για την πορεία της προς το μέλλον.
«Είμαστε στο σύνορο ενός νέου ιστορικού τόξου», είπε ο κ. Μητσοτάκης, για να συμπληρώσει: «Για να μιλήσουμε για το μέλλον, πρέπει να μιλήσουμε και να διδαχθούμε με το παρελθόν. Τρεις σταθμοί που σφράγισαν την πρόοδο της χώρας μας τα τελευταία 100 χρόνια: Ο αστικός εκσυγχρονισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο ανορθωτικός εκσυγχρονισμός των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που οδήγησε σε ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη και με το ρίζωμα της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός της Μεταπολίτευσης, εξέλιξη που χάρη στον ιδρυτή μας Κωνσταντίνο Καραμανλή στέριωσε τη Δημοκρατία», είπε χαρακτηριστικά.
Η ονομαστική αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον άνθρωπο που ουσιαστικά δημιούργησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος οδήγησε τη χώρα στην αγκαλιά της Ευρώπης, δεν μπορεί βεβαίως να περάσει απαρατήρητη. Ο κ. Μητσοτάκης έβαλε ένα ιστορικό νήμα και συνέδεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με το σήμερα, στο οποίο ο ίδιος παίζει τον κυρίαρχο ρόλο.
Αν, όμως, οι δύο αυτές ονομαστικές αναφορές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως και αναμενόμενες – εκτός των άλλων, η εξ αίματος συγγένεια του Πρωθυπουργού με τον μεγαλύτερο εκσυγχρονιστή πολιτικό της Ελλάδας λειτουργεί εδώ και καιρό ως έμπνευση για τον ίδιο, ενώ ο Καραμανλής υπήρξε και ιδρυτής της ΝΔ– δύο άλλα στοιχεία σε αυτό το ξεχωριστό απόσπασμα της ομιλίας του δείχνουν ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν αρκείται σε έναν παραταξιακά οριζόμενο ιστορικό χώρο:
α) Η αναφορά στο «ρίζωμα της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης» δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί ως μια έμμεση αλλά ευδιάκριτη παραπομπή στην εμβληματική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος το 1964, ως Πρωθυπουργός και υπουργός Παιδείας και με γενικό γραμματέα στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο τον Ευάγγελο Παπανούτσο, είχε εισάγει ρηξικέλευθες και προοδευτικές αλλαγές στην εκπαίδευση, ερχόμενος σε σύγκρουση με το συντηρητικό κατεστημένο.
β) Η επίκληση του «εκσυγχρονισμού» είναι ένα κλείσιμο του ματιού στο έργο του Κώστα Σημίτη, ο οποίος ακριβώς με αυτό το σύνθημα και από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ως τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, εγκαινίασε μια νέα εποχή για τη χώρα, μετασχηματίζοντας την οικονομία και εν τέλει την ελληνική κοινωνία.