Στο γραφείο εδώ και μερικές εβδομάδες ΔΕΝ μπορούμε να χαρούμε τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά πρωινά, που φέτος καθυστέρησαν και που τόσο περιμέναμε. Στην απέναντι πολυκατοικία ανακαινίζεται ένα διαμέρισμα (ένα ακόμη airbnb;) και από το πρωί έως το μεσημέρι ο θόρυβος από τα τρυπάνια και τις εργασίες είναι μεγάλος και συνεχής. Ακόμη και όταν κλείνουμε τα παράθυρα και χάνουμε την ευκαιρία να μυρίσουμε (κυριολεκτικά) την εποχή, ο θόρυβος είναι εκνευριστικά έντονος. Οπως, πλέον, σχεδόν παντού στην πόλη, αλλά και έξω από αυτή.
Η επιστροφή από τους αποκλεισμούς της περιόδου της πανδημίας επανέφερε και το πρόβλημα της ηχορύπανσης. Στην οποία οι Ελληνες είμαστε πρωταθλητές. Σύμφωνα, άλλωστε, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2020), μόνο στην Αθήνα το 60% του πληθυσμού εκτίθεται κάθε μέρα και κατά μέσο όρο σε ήχους άνω των 75 dB, που είναι το όριο για τη «θορυβώδη κατάσταση». Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και Λαμία ακολουθούν, όχι πολύ μακριά, ενώ δύσκολα θα βρεις ελληνική πόλη της οποίας οι κάτοικοι απολαμβάνουν την ησυχία τους. Και πώς, όταν οι ίδιοι είμαστε κατά κανόνα υπεύθυνοι για όλη αυτή τη «βαβούρα» που ακούμε εκεί έξω (και εδώ μέσα)…
Παρότι η αυτοκινητοβιομηχανία έχει μειώσει κατά 90% τα τελευταία 50 χρόνια τους θορύβους που προκαλούνται από τα οχήματα (ποσοστό που αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω με την ηλεκτροκίνηση), οι μετακινήσεις και οι μεταφορές παραμένουν το πιο μεγάλο πρόβλημα. Σε σύγκριση άλλωστε με τη δεκαετία του 1970 κυκλοφορούν απείρως περισσότερα οχήματα. Που, ειδικά στα δικά μας μέρη, κορνάρουν. Μαρσάρουν. Φορτώνουν και ξεφορτώνουν όλες τις ώρες της ημέρας (και της νύχτας). Διασχίζουν πεζόδρομους και περνούν «ξυστά» από πεζούς ή καθήμενους σε καφέ και μπαρ, που όχι σπάνια παίζουν δυνατά μουσική (από τις πιο συνήθεις πηγές θορύβου σε αστικά και παραθεριστικά κέντρα).
Τα «παπάκια» με τις «κομμένες» εξατμίσεις, τα φορτηγά, τα ηχεία του πλανόδιου, το απορριμματοφόρο του Δήμου, το κομπρεσέρ του εργάτη στα έργα οδοποιίας, το μπορντουροψάλιδο του κηπουρού που κλαδεύει τα δέντρα, το τρυπάνι του απέναντι… Αλλά και η ανακαίνιση του παλαιού εκείνου ξενοδοχείου στο Κέντρο. Και η ανέγερση του εντυπωσιακού κτιρίου στα προάστια. Και η καμπάνα της εκκλησίας (παντού)…
Ολα αυτά (και πόσα ακόμη), που είτε είναι είτε ανεχόμαστε ως «φυσιολογικά» στην καθημερινότητα της πολύ μεγάλης και πολύ στριμωγμένης πόλης μας, είναι και η «κόλασή» μας, ακόμη και αν δεν την αντιλαμβανόμαστε. Δεν είναι ότι κουφαίνουν, που κουφαίνουν… Είναι και ότι μας εκνευρίζουν, μας αγχώνουν, μας χαλάνε την ημέρα, μας ξυπνάνε τη νύχτα, μας γεμίζουν ψυχοσωματικά ή επιβαρύνουν όσα ήδη κουβαλάμε.
Η ηχορύπανση, άλλωστε, έρχεται δεύτερη, μετά την ατμοσφαιρική ρύπανση, στους περιβαλλοντικούς κινδύνους για την υγεία μας (πηγή: Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας). Και είναι ένας ύπουλος κίνδυνος, με συνέπειες που δεν τις βλέπουμε ή δεν τις ταυτίζουμε με εκείνη, αλλά είναι ήδη εδώ και θα είναι αύριο εκεί για να μας ταλαιπωρούν. Και να μας πεθαίνουν – εκτός εισαγωγικών. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, μόνο στη Δυτική Ευρώπη οι πολίτες χάνουν κάθε χρόνο αθροιστικά 1.000.000 υγιή έτη προσδόκιμης ζωής και αυτό μόνο από κυκλοφοριακούς θορύβους. Χωρίς να μαρσάρουν και να κορνάρουν, όπως εμείς οι Νότιοι…
Ωραία τα στοιχεία, αλλά δεν φαίνεται να «ακούει» κανείς. Και πώς, άλλωστε, με τόσο θόρυβο;