Περπατώ, περπατώ εις την Γλυφάδα όταν ο λύκος (του κορονοϊού) είναι εδώ. Λύκε, λύκε είσαι εδώ; Μια κυρία απεγνωσμένη χτυπάει τη τζαμαρία καταστήματος. «Μέσα είναι. Τους βλέπω», μου λέει ως κατάσκοπος, «αλλά δεν ανοίγουν. Τι να πω; Θέλω ν΄αγοράσω δώρο στην εγγονή μου. Δεν γίνεται να μη δώσω δώρο στο παιδί! Δεν ξέρω να χειρίζομαι αυτά που λένε. Δεν ξέρω».
Δύο κόσμοι και ανάμεσά τους μια βιτρίνα. Βλέμματα πιο θλιβερά και από αυτά στις βιτρίνες του Αμστερνταμ.
Περπατώ, περπατώ εις την Γλυφάδα. Τι να λέμε; Οι πιο δύσκολες καταστάσεις είναι αυτές που όλοι έχουν δίκιο. Σκέψου να είσαι Πρωθυπουργός με ενσυναίσθηση και αίσθηση; Σκέψου να είσαι Κυριάκος. Ζεις το «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» στο πετσί σου.
Περπατώ, περπατώ εις την Γλυφάδα. Πώς νοικοκυρεύτηκε έτσι; Όλοι μιλάνε για έναν παραδειγματικά προκομένο δήμαρχο, που ενεργεί με μεθοδικότητα και τόλμη. Κατεβαίνω την Μεταξά, τον κεντρικό της δρόμο με τα πιο φαρδιά πεζοδρόμια. Κοντοστέκομαι να περάσει το τραμ. Προχωρώ. Κοιτάζω δεξιά-αριστερά τη Γρηγορίου Λαμπράκη που τέμνει τη Μεταξά. Στέκομαι εντυπωσιασμένη.
Εκεί που παλιά κυριαρχούσε η απόλυτη ακαταστασία, παρέχοντας μεν τη διευκόλυνση ενός υπαίθριου πάρκινγκ αλλά και μια ασχήμια άνευ προηγουμένου που, ως κερασάκι σε τούρτα θρασείας ακαλαισθησίας, είχαν «ξεπετάξει» κάπου και δυο προτομές (να κλαις και να γελάς) του Σεφέρη και του Ελύτη, δηλαδή των δυο νομπελιστών ποιητών μας. Στον Σεφέρη, μάλιστα, ο καλλιτέχνης είχε αποδώσει και τόσο άτεχνα τα γυαλιά του, που νόμιζες ότι ήταν πιλότος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εν ώρα πτήσης. Μα, αυτά ήταν «παλιά!». Πλέον η Λαμπράκη είναι, το παλιό-καινούργιο σημείο της πόλης. Συνειδητοποιώ πόσο ανεκμετάλλευτο χώρο διέθετε και πόσο έξυπνα το διαχειρίστηκαν, διατηρώντας το πάρκινγκ αλλά και εγκαινιάζοντας μια κεντρική αλέα, που σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι ταξίδι σε άλλη χώρα.
Στα πρώτα βήματα, η έκπληξη! Αμήχανα κοιτάζω κάτω. Μια επιγραφή στο έδαφος. Στίχος ποιήματος: «Μακριά στεκόμουνα από τη θέα των θνητών αστεριών…». Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -«Στιγμιαία Ζωή».
Δεν έχουν υπάρξει πιο αμήχανα τα πόδια μου. Μην και κατά λάθος πατήσω σε στίχο. Απλώνω το βλέμμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν κι άλλες τέτοιες επιγραφές. Πολλές. «Γι’ αυτό ήξερα και των ουρανών τη μυστική υπόγεια πύλη». Τάσος Λειβαδίτης-«Μυστική πύλη». Και πιο ΄κει. «…πέρα απ΄τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει. Άφησε με νά ‘ρθω μαζί σου». Γιάννης Ρίτσος-«Σονάτα του σεληνόφωτος». Κι άλλα βήματα: «Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι» Οδυσσέας Ελύτης- «Το Μονόγραμμα».
Σε ετούτες τις άγρια γκρίζες μέρες μας, η έκπληξη παραφυλάει στα πόδια μου. Θεέ της ποίησης, μην πατήσουν άκαρδα πόδια στίχους. Αυτό με κάνει στιγμιαία και επιφυλακτική, αλλά από την άλλη… Τι σπινθήρας ελπίδας!… Έτσι όπως φρενάρουν, έστω για λίγο, οι στίχοι την φόρα της άγονης, μηχανικής βιασύνης μας… Πού πάμε, μωρέ; Για ποιο πράγμα βιαζόμαστε; Απορημένος διαβάτης στέκεσαι και διαβάζεις. Και φεύγεις. Και σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, σκέφτεσαι. Έστω, για όσο! Ένα αλλιώτικο «για όσο».
Ένας δήμαρχος αξιέπαινα εμπνευσμένος. Ψάχνω στοιχεία του. Γιώργος Παπανικολάου. 43 ετών. Δήμαρχος από το 2014. 79% το ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσε από τον πρώτο γύρο. Νομικός, παραλλήλως και παιδιόθεν και στην πολιτική. Πρόεδρος για πέντε χρόνια (ο μακροβιότερος) της ΟΝΝΕΔ με ποσοστό ψήφων 96%, Ευρωβουλευτής. Δήμαρχος. Στα σπουδαία του βιογραφικού του ότι επί δημαρχίας του εισήγαγε την εξυπηρέτηση των πολιτών μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «Fix My City» και βραβεύτηκε για την εφαρμογή στα Best City Awards.
Περπατώ περπατώ εις την Γλυφάδα και ο λύκος του κορονοϊού είναι εδώ. Αλλά είναι και στίχοι στο διάβα μας… Μάζεψέ τους με σεβασμό. Κράτα τους σαν μωρά στην αγκαλιά σου. Η ζωή έχει εκπλήξεις. Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη. «Άφησέ με νάρθω μαζί σου».