Protagon Main Image
| SOOC / Creative Protagon
Απόψεις

Ο λεπτός πάγος τού να επιλέγεις τον αντίπαλο

Για την κυβέρνηση έχει μείνει ένα τελευταίο όπλο: οι αντίπαλοί της. Αν όμως στην αρένα απομείνουν ο Άδωνις Γεωργιάδης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά ποιος θα νικήσει - αλλά είναι σαφές ποιος θα έχει ήδη χάσει...
Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Είναι αλήθεια ότι όποιος κατεβεί στις πορείες για την δεύτερη επέτειο των Τεμπών, στις 28 Φεβρουαρίου, υποστηρίζει την Ζωή Κωνσταντοπούλου, όπως υποστήριξε ο Άδωνις Γεωργιάδης; Κατά τη γνώμη μου δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια ακόμα ανακριβή υπερβολή από αυτές που συνηθίζει ο υπουργός Υγείας, αλλά με έναν εξωφρενικό ισχυρισμό. Σε κάθε περίπτωση, ο γράφων θα βρεθεί στις διαδηλώσεις για τα Τέμπη και ταυτόχρονα παρακολουθεί την ενίσχυση της Ζωής Κωνσταντοπούλου με αρκετά μεγάλη ανησυχία -δεν είμαι βέβαιος αν ισχύει το ίδιο για τον Γεωργιάδη. Επιπλέον γνωρίζω πάρα πολλούς και πολλές που την ερχόμενη Παρασκευή θα βρεθούν στις διαδηλώσεις και δεν τρέφουν καμία συμπάθεια για την αρχηγό της «Πλεύσης Ελευθερίας». 

Αυτό που μάλλον συμβαίνει εδώ, είναι ένα επικίνδυνο ρίσκο που παίρνει η κυβέρνηση –και όχι για πρώτη φορά. Σε περιόδους έντασης ή κρίσης, επιλέγει όχι να ρίξει γέφυρες στο κοινό που την αμφισβητεί αλλά να συσπειρώσει το κοινό που εξακολουθεί να την ακολουθεί, μέσα σε ένα πλαίσιο με περίκλειστο περιεχόμενο. Πιθανόν εκτιμά ότι αυτό της διασφαλίζει τη διατήρηση της ηγεμονίας, όσο τουλάχιστον δεν υπάρχει αντίπαλο δέος, και πιθανόν έχει σε κάποιο βαθμό δίκιο. Ωστόσο, για να το κάνει αυτό, περπατά συχνά πάνω σε πολύ λεπτό πάγο. Γιατί μπαίνει κάθε φορά στη διαδικασία να ταυτίσει την αμφισβήτηση προς την ίδια με την εκδοχή της που θεωρεί πιο απεχθή για τα μεσαία στρώματα και πιο ασφαλή για την ίδια. Την εποχή της πανδημίας ήταν οι «ψεκασμένοι», τώρα η «Κωνσταντοπούλου», σταθερά ένας αδιόρατος «λαϊκισμός» δια πάσα νόσο. Το πρόβλημα είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, με το λέγε – λέγε, ο κόσμος καταλήγει να συσπειρώνεται στ’ αλήθεια πίσω από αυτόν τον φανταστικό μπαμπούλα. Το έκανε πολύ «πετυχημένα» και ο Μακρόν στη Γαλλία, και τώρα ψάχνουμε την αριθμητική για να μην κερδίσει η Λεπέν τις επόμενες προεδρικές εκλογές.

Ζούμε πράγματι σε μια εποχή πρωτόγνωρης αμφισβήτησης όλων των θεσμών. Ακόμα και την εποχή των μνημονίων, τα ποσοστά απαρέσκειας προς τη Δικαιοσύνη δεν είχαν φτάσει στα σημερινά δυσθεώρητα ύψη. Ούτε βέβαια ποτέ ξανά είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία σε μία τέτοια μονοθεματικότητα. Ξαφνικά, εκεί έξω, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τα Τέμπη και τη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με τη συγκάλυψη της υπόθεσης. Ούτε οι διεθνείς εξελίξεις με τις δραματικές τους αλλαγές ούτε το ενδεχόμενο οικονομικής ασφυξίας στην Ευρώπη που θα επηρεάσει την Ελλάδα ούτε καμία άλλη πολιτική ή κοινωνική αντιπαράθεση – μόνο τα Τέμπη.

Αμφιβάλλει κανείς ότι αυτό είναι πρωτίστως έργο της κυβέρνησης; Είναι εντελώς προφανές ότι η αίσθηση παντοδυναμίας που είχε αποκτήσει η Νέα Δημοκρατία την έκανε ελάχιστα προσεκτική –ας το θέσουμε έτσι ευγενικά– στη διαχείριση διάφορων ζητημάτων. Οι αντιδράσεις ήταν πάντοτε θορυβώδεις, αλλά όχι πλειοψηφικές. Επίσης, το ύφος των αντιδράσεων κατέληγε να γίνεται ασπίδα για την κυβέρνηση. Όταν ακουγόταν το σύνθημα ότι η ΝΔ είναι «κόμμα παιδεραστών» το πρόβλημα το είχε η αντιπολίτευση, όχι η κυβέρνηση. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι η κυβέρνηση είχε πιει το νερό της αθανασίας. Αφενός η συσσώρευση θυμού ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα έσκαγε κάπου, αφετέρου οι κυβερνήσεις έχουν ένα δικαίωμα στην αλαζονεία όταν θρέφουν τους πληθυσμούς τους. Όταν τα οικονομικά δεδομένα δεν είναι πολύ καλά, μια οποιαδήποτε υπόθεσης διαφθοράς ή κακοδιαχείρισης μπορεί να τις τινάξει.

Και έτσι, έχει μείνει για την κυβέρνηση ένα τελευταίο όπλο: οι αντίπαλοί της. Η Αριστερά δυσκολεύεται ακόμα να διαχειριστεί ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία βρίσκεται στη μέση ενός κινήματος του οποίου το περιεχόμενο δεν καθορίζει σε καμία περίπτωση. Ακόμα και την περίοδο των «αγανακτισμένων» και των «πλατειών ένα μεγάλο μέρος της αντιπαράθεσης αφορούσε την οικονομική διαχείριση και έδινε στις ιδέες της Αριστεράς χώρο. Σε αυτή την περίπτωση αυτή η συνθήκη απουσιάζει εντελώς. Ακόμα και το κάλεσμα της κυρίας Καρυστιανού για τις συγκεντρώσεις της Παρασκευής, ζητά ευθέως από τα συνδικάτα και τις οργανώσεις να μην παρουσιάσουν τις θέσεις τους, αλλά να μείνουν μόνο στον φόρο τιμής στους νεκρούς, «για να μη δώσουν πάτημα». Έτσι, κάθε πιθανότητα να ανοίξει η Αριστερά μια συζήτηση για το πώς αντιλαμβάνεται τις μεταφορές, τις κοινωνικές υπηρεσίες, το Δημόσιο, την οργάνωση της Δικαιοσύνης, παραπέμπεται στις καλένδες. Μια Αριστερά που δεν μιλά για αυτά, αλλά αρκείται στο να αναπαράγει διαπιστώσεις, χάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινωνική της χρησιμότητα. 

Αν στην αρένα απομείνουν ο Άδωνις Γεωργιάδης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά ποιος θα νικήσει. Είναι όμως σαφές ποιος θα έχει ήδη χάσει.