«Να φύγει ο Μητσοτάκης!». «Να φύγει το καθεστώς Μητσοτάκη!». Το λένε και το ξαναλένε οι της αντιπολίτευσης, αξιωματικής και μη, χρόνια τώρα, τουλάχιστον από την πανδημία και μετά. Το ζητάνε. Το απαιτούν. Το εύχονται. Άντε, να γίνω καλός και να πω ότι εργάζονται και γι’ αυτό. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε. Εκείνοι είναι που με τον ένα ή άλλο τρόπο φεύγουν ή είναι να φύγουν ή είναι να τους φύγουν αλλά ξανάρχονται ή επιχειρούν να επιστρέψουν. Ο Μητσοτάκης μένει.
Και ναι μεν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φθείρεται, ναι μεν μοιάζει περισσότερο να σέρνεται αντί να τρέχει σε αυτή τη δεύτερη θητεία της, αλλά κανείς από το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ικανός να διώξει στο άμεσο μέλλον το «καθεστώς Μητσοτάκη». Σίγουρα όχι κάποιος από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Οι εσωκομματικοί είναι μια άλλη κουβέντα, που «πάει» και με άλλα «παιχνίδια», θα δούμε…
Δεν είναι περισσότεροι από 16 μήνες που η Νέα Δημοκρατία σάρωσε στις εθνικές εκλογές. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα πια. Ο χρόνος είναι πάντα αρκετός για να πέσει μια κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι μια άλλη θα πάρει τη θέση της, εκφράζοντας τη βούληση των ψηφοφόρων. Οι οποίοι, όμως, δεν φαίνεται να επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Ακόμη και αν απορρίψουμε τις έρευνες της κοινής γνώμης, υπάρχουν πραγματικά περιστατικά που δείχνουν ότι οι πολίτες δίνουν ακόμη χρόνο στον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Οι εκλογές του ΠΑΣΟΚ είναι το πιο πρόσφατο από αυτά.
Αν ο λαός ήθελε όντως να διώξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, είχε την ευκαιρία να το φωνάξει. Δύο φορές μάλιστα. Την πρώτη Κυριακή, με τη μαζική συμμετοχή του στις εκλογές του ΠΑΣΟΚ – συμφωνούμε ότι 3 ευρώ δεν είναι δα και μεγάλο κόστος αν είναι να φύγει ο Μητσοτάκης; Και τη δεύτερη Κυριακή, με την επιλογή προέδρου.
Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Παρά τις προσδοκίες και τον ενθουσιασμό, αλλά και τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε υποψήφιους πολλών «αποχρώσεων» του πράσινου, στις πρώτες εκλογές ψήφισαν 300.000. Δεν είναι λίγοι, αλλά δεν είναι και πολλοί, τόσοι ώστε να πεις ότι ο λαός βρήκε την ευκαιρία να «μιλήσει» (κατά της κυβέρνησης) και να βροντοφωνάξει, όπως το πάλαι ποτέ, ότι «δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά».
Και όσοι, τελικά, μίλησαν για το ΠΑΣΟΚ, επέλεξαν τη μη αλλαγή: τον «καλό αλλά λίγο» Νίκο Ανδρουλάκη, από τον –«έχω ήδη νικήσει μια φορά το μητσοτακέικο και μπορώ να το ξανακάνω»-Χάρη Δούκα. Τον –«δεν βλέπω τον ΣΥΡΙΖΑ»– Ανδρουλάκη, από τον –«συνδετικό κρίκο με την Αριστερά»– Δούκα.
Καλά έκαναν οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ, εφόσον αυτό και αυτόν ήθελαν. Έναν πρόεδρο που κρατάει το κόμμα στα χαμηλά, αλλά με σταθερότητα και αξιοπρέπεια, κάτι που, όπως βλέπουμε εκεί παραδίπλα, δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο.
Όσο για τον Μητσοτάκη; Θα φύγει κάποια στιγμή, το μόνο σίγουρο. Το πώς, πότε και ποιος θα πάρει τη θέση του είναι μια άλλη ιστορία. Που, πάντως, σήμερα πιθανότερο φαίνεται να μπορεί να τη γράψει ο ίδιος παρά κάποιος από τους απέναντι.