Υπάρχουν δύο είδη λαϊκισμού: ο υπερβολικός, αυτός που λες «δεν μπορεί, κάποιος σπάει πλάκα», και ο άλλος, ο ανεπαίσθητος, αυτός που μεταμφιέζεται σε αναφαίρετο δικαίωμα. Στο πρώτο είδος ανήκει η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα η Δευτέρα να θεωρηθεί αργία λόγω καύσωνα. Οχι γιατί ο καύσωνας δεν είναι επικίνδυνος ή γιατί οι ευπαθείς ομάδες δεν πρέπει να τον αντιμετωπίσουν με τη δέουσα προσοχή, αλλά γιατί η πρόταση η ίδια, που στην πραγματικότητα απευθύνεται στους δημοσίους υπαλλήλους, μοιάζει βγαλμένη (στην καλύτερη) από το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και στην χειρότερη από τα βάθη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που τείνουν να συγκρίνουν τα πάντα με την δεκαετία του ’80 –κοινώς, με τη δεκαετία της καλοπέρασης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στον ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγουν σε υπερβολές. Όμως άλλο μια γλωσσική υπερβολή, ένα τάξιμο παραπάνω που, ως αξιωματική αντιπολίτευση, το προσφέρει ανέξοδα, και άλλο η πρόταση για αργία να περιγράφεται ως κάτι «πολύ απλό», σχεδόν αυτονόητο, παίζοντας με τη λογική κυρίως των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τους σερβιτόρους: όση ζέστη και αν κάνει, εν μέσω τουριστικής σεζόν, εκείνοι θα βρίσκονται στις θέσεις τους κι ας κηρυχθεί αργία, απεργία, ακόμα και εθνικό πένθος μαζί. Δεν απευθύνεται σε αυτούς η πρόταση, όπως δεν απευθύνεται σε ντελιβεράδες, καθαρίστριες, υπαλλήλους σε πολυκαταστήματα ή μάγειρες. Ακουμπάει μόνο το κοινό που ανέκαθεν στόχευε ο ΣΥΡΙΖΑ, τους δημόσιους υπαλλήλους, που εν έτει 2021 σπάνια δεν έχουν αιρκοντίσιον στο γραφείο τους. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες που μια «πολύ απλή» πρόταση μοιάζει βγαλμένη από σατιρικό σκετς –η κατάθεση του «ειδικού μηχανογραφικού» ήταν μια άλλη δημόσια δέσμευση που ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται ως αποκατάσταση της αδικίας και είναι τόσο εξωφρενική όσο η πρόταση για αργία, στοχεύει στην νοσταλγία αυτού που νομίζουν πως είναι το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο.
Η πλάκα θα τελείωνε εκεί, αν το παράδειγμα της Κουμουνδούρου δεν ακολουθούσε η ΝΔ. Η κυβέρνηση μπορεί μεν να έσπευσε να γελάσει με την πρόταση Τσίπρα, αλλά όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει, κι εκείνη για το ίδιο κομμάτι του πληθυσμού αποφάσισε, κρίνοντας πως συγκεκριμένες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να αποφύγουν να δουλέψουν στον καύσωνα. Με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις, ώστε να μην μοιάζει με αργία, αλλά με μέτρο πρόληψης, αποφάσισε αυτό ακριβώς που πριν από λίγες ώρες κορόιδευε. Το δεύτερο είδος λαϊκισμού, πιο διακριτικό αλλά εξίσου βγαλμένο από τον πελατειακό δεσμό που ενώνει τους πολιτικούς με το ακροατήριό τους καθ’ όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης, εφαρμόζεται αυτή τη φορά από το κόμμα που θέλει να λέγεται προοδευτικό και καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να πείσει πως αξίζει τον χαρακτηρισμό.
Η πολυπόθητη διαφορά του νέου από το παλιό, η χαρακτηριστική στιγμή που δίνει ανάσα ανανέωσης σε ένα κόμμα, δεν είναι τη στιγμή που αυτό βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και αποφασίζει να αλλάξει. Όταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, στα τέλη Ιουλίου, τα δύο κόμματα εξουσίας που τόσο πολύ φωνάζουν τις διαφορές τους, αλλά και την προοδευτικότητά τους, έχουν την ίδια ιδέα για τον καύσωνα που έρχεται, τότε μάλλον όντως μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από το να το παίρνεις απόφαση πως ο λαϊκισμός, ο ένας ή ο άλλος, κερδίζει πάντα στο τέλος.