Ο Αλέξης Τσίπρας είναι στο βήμα του συνεδρίου. Καταδικάζει τη ρωσική εισβολή. Χλιαρό χειροκρότημα. Αναφέρεται στις ευθύνες του ΝΑΤΟ. Δυνατό χειροκρότημα. Σε αυτό το ακροατήριο, λοιπόν, δεν απευθύνεις ομιλία με αναπτυξιακές γραμμές και έργα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θυμάσαι τον εαυτό σου από το 2014, διευκρινίζοντας ότι τώρα δεν έχεις αυταπάτες. Και μοιράζεις χρήματα. Γενικώς και αορίστως.
Ναι, βέβαια, έκανε μία προεκλογική ομιλία. Δεν μπορούσε να πει και κάτι άλλο. Ομως είναι εντυπωσιακό πώς επιμένει σε ένα πλαίσιο προγραμματικού λόγου που θεωρείται αναξιόπιστο από όλους, ακόμα και από τους πλέον ένθερμους κομματικούς οπαδούς. Δεν γίνεται να μιλάς το 2022 για «νέο παραγωγικό μοντέλο» ή για «ολιστικό σχέδιο για τη Δημόσια Παιδεία».
Ενας πενηντάρης ψηφοφόρος τα ακούει από παιδί, δεν μπορεί να τα πάρει στα σοβαρά. Ούτε μπορείς να προαναγγέλλεις αύξηση του βασικού μισθού στα 800 ευρώ (προφανώς ενσωματώνει τον πληθωρισμό στα 751…), ρύθμιση χρεών, «κρατικοποίηση» της ΔΕΗ και αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Με τι λεφτά; Ναι, το ξέρουμε, λεφτά υπάρχουν. Πάει σετ με το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».
Λένε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο πολιτικός δεν έχει τίποτα να χάσει. Οι ψηφοφόροι κάνουν την αφαίρεση στο μυαλό τους, επικαλούνται το γνωστό, ότι τους αρκούν και τα μισά από αυτά που εξαγγέλλει ο άνδρας, βάζουν και κάτι από τον θυμό για εκείνον που κυβερνά και πάνε στην κάλπη. Περνάει αυτό σήμερα; Σίγουρα βρίσκει ακροατήριο σε μία περίοδο κατά την οποία οι πολίτες πιέζονται ασφυκτικά από την ακρίβεια και ανεβαίνει η ένταση του θυμού τους. Ομως φτάνει αυτό το ακροατήριο για να αλλάξει τους συσχετισμούς και να οδηγήσει σε πολιτική αλλαγή;
Πρέπει βέβαια να ακούσουμε και τους άλλους, Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη, για να δούμε προς τα πού πάει το πράγμα, αν, δηλαδή, ο Τσίπρας επιμένει σε κάτι που και αυτοί θεωρούν ξεπερασμένο ή αν ο λαϊκισμός της πλειοδοσίας θα γράφει για καιρό τους πολιτικούς λόγους.