Απόψεις

Ο Κούρος βάζει μπροστά μας έναν καθρέφτη

Αν ο Κούρος τα κατάφερε με τόσες δυσκολίες, τι συμβαίνει στα παιδιά μας και δεν τα καταφέρνουν; Πώς εκείνος έγραψε 13,5 στην Εκθεση μετά από τρία χρόνια στη χώρα και ένα παιδί με μητρική γλώσσα τα ελληνικά, 12 χρόνια σε ελληνικό σχολείο και από πάνω τρελαίνεται στα ιδιαίτερα, ζορίζεται να γράψει ένα 15; Τι στο καλό μας έχει συμβεί;
Νίκος Σαλτερής

Η είδηση ότι ο νεαρός ιρανός πρόσφυγας Κούρος Ντουρμοχαμαντί Μπαγκί, που έφτασε μόλις πριν από τρία χρόνια στη χώρα μας, αρίστευσε στις Πανελλαδικές, απασχόλησε τη δημοσιότητα προκαλώντας σειρά άρθρων και πλήθος θετικών σχολίων στο Διαδίκτυο.

Αυτά στο σύνολό τους επικεντρώθηκαν στα πρωταρχικά στοιχεία της ταυτότητάς του που κάνουν το επίτευγμά του πραγματικά αξιοθαύμαστο. Πρόσφυγας, από μια σκληρά θεοκρατική, μουσουλμανική χώρα, φτάνει στην Ελλάδα με την οικογένειά του υπερνικώντας πλήθος αντιξοοτήτων. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μαθαίνει θαυμάσια ελληνικά και μεταπηδά από το 2ο ΕΠΑΛ στο Πρότυπο Λύκειο του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη, ενώ η οικογένειά του περνά από την κόλαση της Μόριας, στο Καρά Τεπέ και από εκεί, έχοντας εξασφαλίσει άσυλο και εργασία (μεταφραστές σε ΜΚΟ) καταφέρνει να ενοικιάσει ένα σπίτι και να ζει πλέον κανονικά στον τόπο μας.

Oλη, λοιπόν, η πορεία του ίδιου και της οικογένειάς του δείχνει προς μια κατεύθυνση: συντρίβει κάθε είδους αρνητικό στερεότυπο για τους πρόσφυγες και μάλιστα τους μουσουλμάνους (όπως δυστυχώς διακρίνονται μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001) και ειδοποιεί για το πώς μπορεί αυτοί να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, προσπορίζοντας πολλαπλά οφέλη στους ίδιους και τη χώρα. Με δυο λόγια, είναι άλλη μια ιστορία επιτυχίας, που προστίθεται σε αυτές των αδελφών Αντετοκούνμπο, αλλά και χιλιάδων άλλων γνωστών ή άγνωστων παιδιών προσφύγων και μεταναστών (η διάκριση συχνά είναι απόλυτα αβέβαιη), που από τη δεκαετία του ’90 φτάνουν στη χώρα και υπερνικώντας δυσκολίες, όχι μόνο εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία, αλλά και διακρίνονται σε πολλούς τομείς της.

Ο Κούρος μιλώντας στα ΜΜΕ με λίγες και εύστοχες προτάσεις υπέδειξε τα βασικά υλικά της «συνταγής» που πετυχαίνει την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στο νέο περιβάλλον: «Όλοι οι πρόσφυγες μπορούμε να μάθουμε ελληνικά, να μορφωθούμε και να ενταχθούμε στις τοπικές κοινωνίες, αν μας δοθεί η ευκαιρία».

Αν μας δοθεί η ευκαιρία. Αυτή είναι η προϋπόθεση, η αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Αν ένα παιδί πρόσφυγας επιπλέον έχει την τύχη να συναντήσει καλούς δασκάλους- αναφέρεται σ’ έναν από αυτούς ονομαστικά ο Κούρος -, και ντόπιους που αγκαλιάζουν και δεν διώχνουν τον «ξένο» (αυτόν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα) η συνθήκη τείνει να γίνει και ικανή.

Γιατί όσο είναι αλήθεια ότι δεν δίνεται σε όλους η ευκαιρία, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι και σε πολλούς που δίνεται, δεν την αξιοποιούν. Πλήθος παραδείγματα ένθεν κακείθεν και το «τελικό» συμπέρασμα για το τι από τα δυο επικρατεί υπαγορεύεται περισσότερο από τις ιδεολογικές αντιλήψεις μας, παρά από ακριβή στοιχεία. Εξάλλου, τέτοια και δύσκολα συλλέγονται και εμείς ως χώρα δεν έχουμε κάνει το παραμικρό, τριάντα χρόνια τώρα, για να τα συγκεντρώσουμε ή έστω να αποκτήσουμε επίσημα ως Πολιτεία μια ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα εικόνα για την πορεία ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία.

Ο Κούρος, όμως, πέρα από την αντιμετώπιση ως «διακριτός πρόσφυγας» δικαιούται να αντιμετωπιστεί και ισότιμα με τους χιλιάδες έφηβους της ηλικίας του που φέτος έδωσαν εξετάσεις εισαγωγής στα ελληνικά ΑΕΙ. Δηλαδή, να αντιμετωπιστεί από την οπτική γωνία που πιστεύω ότι κι αυτός επιθυμεί να τον αντιμετωπίζουν από εδώ και πέρα τόσο οι συμφοιτητές και οι καθηγητές όσο και η κοινωνία: αυτή της πανανθρώπινης ταυτότητας ενός νεαρού εφήβου, συγκροτημένου και με ήθος, που θέτει υψηλούς στόχους και παρά τις όποιες αντιξοότητες, τους επιτυγχάνει. Γιατί, πριν από όλα, αυτό είναι ο Κούρος.

Ποια, λοιπόν, είναι τα υλικά και τα στοιχεία που συνέβαλαν στα να γίνει αυτός που είναι; Ας διακρίνουμε τα δύο βασικότερα. Εκείνος, στη δική του πορεία αυτογνωσίας, θα ανιχνεύσει το σύνολό τους στα χρόνια που έρχονται και θα τα επεξεργαστεί, ώστε να γίνει ο ενήλικας που επιθυμεί να υπάρξει.

Πρώτα από όλα, το γεγονός ότι ο Κούρος έχει προικιστεί με νοημοσύνη ικανή να του ανοίξει ακαδημαϊκό δρόμο. Γεγονός αδιαμφισβήτητο. Ομως τόσο θεωρητικά, όσο και από την πείρα μου ως δάσκαλος μπορώ να διαβεβαιώσω ότι και πολλά άλλα παιδιά έχουν την ίδια «φυσική» προίκα. Με τη διαφορά ότι την αφήνουν παντελώς ανεκμετάλλευτη ή, ακόμα χειρότερα, τη χρησιμοποιούν με καταστροφικό για τα ίδια και το κοινωνικό σύνολο τρόπο.

Ποιο είναι, λοιπόν, το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει σε ένα παιδί χωρίς «πουσάρισμα», δηλαδή εκλεκτά σχολεία από τα γεννοφάσκια του, ακριβά φροντιστήρια και υψηλότατο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο γονέων να βάζει και να πετυχαίνει υψηλούς ακαδημαϊκούς στόχους; Μα τι άλλο από το πραγματικό και όχι διακηρυγμένο ρητορικά αξιακό σύστημα της οικογένειάς του. Αυτό του δίνει τα κίνητρα «να μην χάνει τον χρόνο του», να θυσιάζει την ικανοποίηση στο παρόν για να πετύχει «κάτι» στο μέλλον. Κάτι που φαντάζει στο ίδιο και τους γονείς του ως «αξία» και επιθυμητό, κάτι που θέλει ο ίδιος.

Χωρίς αυτό το αξιακό σύστημα ο Κούρος δεν θα πήγαινε πολύ μακριά. Είναι ένα αξιακό σύστημα παρόμοιο με αυτό που τη δεκαετία του ’60 ώθησε πολλά ελληνόπουλα να ξεπεράσουν ανυπέρβλητες για μας δυσκολίες -ανάμεσά τους ακόμα και τη «στάμπα» του προερχόμενου από αριστερή οικογένεια-, και να ακολουθήσουν διακριτές πορείες ζωής, ακαδημαϊκές και μη. Ολα τα άλλα έπονται, βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα…

Κι εδώ έγκειται η μεγάλη προσφορά του Κούρου στην ελληνική κοινωνία. Eβαλε απέναντι στη μέση ελληνική οικογένεια έναν καθρέφτη και αυτός μας λέει: αν ο Κούρος τα κατάφερε με τόσες δυσκολίες, τι συμβαίνει στα παιδιά μας και δεν τα καταφέρνουν; Πώς εκείνος έγραψε 13,5 στην Εκθεση μετά από μόλις τρία χρόνια στη χώρα, και ένα παιδί με μητρική γλώσσα τα ελληνικά, δώδεκα χρόνια σε ελληνικό σχολείο και ανάλογης νοημοσύνης, που καλοπερνάει στο σπίτι του και έχει όλες τις ανέσεις και από πάνω τρελαίνεται στα ιδιαίτερα, ζορίζεται να γράψει ένα 15; Τι στο καλό μας έχει συμβεί; Τι μας συμβαίνει;

Μήπως δεν εκτιμάμε ότι ζούμε σε μια δημοκρατική χώρα με ένα καλό επίπεδο ζωής -παρά τα όποια προβλήματα- και δεν αναγκαζόμαστε να την εγκαταλείψουμε για να σώσουμε τη ζωή μας, όπως έκανε η οικογένεια του Κούρου; Σε μια χώρα όπου οι ευκαιρίες είναι εκεί και δεν έχουμε παρά να τις αξιοποιήσουμε; Σε μια χώρα όπου ακόμα κι από το Καρά Τεπέ, ένα παιδί μπορεί να φοιτά στο Πρότυπο Λύκειο της Μυτιλήνης; Μήπως κάτι δεν κάνουμε καλά με τα παιδιά σας ή κάτι αντιλαμβανόμαστε λάθος εμείς;


* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας