Η εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη περί κατεδάφισης των φυλακών του Κορυδαλλού, ύστερα από μισό αιώνα, και μεταφοράς τους εκτός αστικού ιστού, καλλιεργεί προσδοκίες που υπερβαίνουν την ικανοποίηση για τη δημιουργία πάρκου πρασίνου, σε μια υποβαθμισμένη, αδικημένη, γειτονιά: αγγίζουν τη συνολική εγκληματική πολιτική της χώρας. Σαφώς, το αίτημα του Κορυδαλλού, τόσο της επίσημης δημοτικής αρχής όσο και των κατοίκων του, από το 1974 ακόμη, είναι δίκαιο και ορθό. Δε μπορεί, είναι παλαβή σύλληψη, ένας πυρήνας εγκληματικού στοιχείου να βρίσκεται μεσοτοιχία με σχολεία, παιδικούς σταθμούς και αθλητικές εγκαταστάσεις, σε απόσταση αναπνοής από παιδιά.
Εδώ, όμως, παίζεται κάτι πολύ περισσότερο. Ο Κορυδαλλός είναι η πιο σκληρή φυλακή της χώρας. Οι ίδιοι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τη θεωρούν «μητρόπολη των φυλακών», εφάμιλλη καταστημάτων κράτησης στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα και το Μεξικό. Η πραγματικότητα έχει δείξει ότι λειτουργεί ως θερμοκήπιο αδίστακτων ποινικών, που διαφεντεύουν το έγκλημα όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός φυλακής. Από πού συντονίστηκε ο φόνος του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου; Από τον Κορυδαλλό. Πού είναι το στρατηγείο της αλβανικής μαφίας; Στον Κορυδαλλό. Πού υπεγράφησαν τα συμβόλαια θανάτου των τελευταίων ετών, για τον κόσμο της νύχτας; Στον Κορυδαλλό.
Είναι προφανές ότι πλείστοι όσοι υπουργοί και κυβερνήσεις έχουν κινηθεί μέχρι σήμερα με πολιτικές σε επίπεδο ημίμετρων. Τι να σου κάνουν οι κάμερες και οι αυξημένοι κλειδοκράτορες μέσα στη φυλακή, όταν μιλάμε για την Κόλαση… Δεν υπάρχει υπάλληλος που να μην τρέμει, εκτός κι αν έχει «συντονιστεί» πλήρως με το περιβάλλον · δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να μείνει όρθιο στο κράτος εν κράτει – με κάστες, αφεντάδες και «λεγκένι», και τα πάντα εμπορεύσιμα -, που λέγεται Κορυδαλλός.
Η απόφαση να ξεριζωθεί η μήτρα του κακού (και πάντως μία από τις πιο γόνιμες), και συμβολικά με την κατεδάφιση των κτιριακών εγκαταστάσεων των φυλακών, φαίνεται εύλογη. Σε καμία περίπτωση δεν είναι και απλή. Στο πάνθεον των αξιωματούχων που κυβέρνησαν τον τόπο, από τη Μεταπολίτευση και μετά, δύσκολα θα ανακαλύψει κανείς κάποιον που να μην έχει εξαγγείλει το «τέλος» του Κορυδαλλού. Μπορεί να μην ήταν θέση-κλειδί σε κυβερνητικές προγραμματικές δηλώσεις (κάτι που ασφαλώς προσδίδει ειδικό βάρος στο εγχείρημα), ήταν όμως σημαία, εντυπωσιακή, κυματίζουσα. Ο καημός του Κορυδαλλού κάνει την τωρινή εξαγγελία να μοιάζει με στοίχημα, το οποίο και απαιτεί από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σειρά ταχυδακτυλουργιών – ποιος είπε ότι η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη είναι υπόθεση ρουτίνας;
Οι φυλακές Κορυδαλλού μετρούν αυτή τη στιγμή 1.600 κρατούμενους – κάποιοι από αυτούς, είναι βέβαιο, θα μεταφερθούν σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα. Θεωρείται σχεδόν έτοιμη η νέα φυλακή της Δράμας, λίγο ακόμη θέλει η φυλακή της Νεάπολης Λασιθίου. Το σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας ορίζει παράλληλα δημιουργία φυλακής τύπου Γ’, στην οποία θα μεταβούν (και) κρατούμενοι του Κορυδαλλού, εγχείρημα περίπλοκο πολιτικά, καθώς αναμένεται να ξεσηκώσει κόσμο, πολύ και για διαφορετικούς λόγους.
Το «τοπόσημο» των νέων φυλακών – κατά Χρυσοχοΐδη, έξω από τον αστικό ιστό, εντός Αττικής, κοντά σε οδικό άξονα, σε συνεργασία με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας – είναι βασικό για να μην έλθουν τα πάνω – κάτω. Πάρτε τους δικηγόρους, το πιο απλό παράδειγμα: έχει μαλλιάσει η γλώσσα τους, να ζητούν λύση στα όρια του εφικτού για τη δουλειά τους. Ο πλέον πρόσφατος προγραμματισμός του υπουργείου Δικαιοσύνης (στο οποίο ενέπιπτε η αρμοδιότητα της σωφρονιστικής πολιτικής μέχρι πρότινος), περιλαμβάνει προτάσεις για Μαλακάσα ή Σχιστό, και γενικώς Κόρινθο μεριά. Θα τηρηθεί ή θα προτιμηθεί το εξαρχής και εκ του μηδενός;
Κοινώς, το έργο έχει πολλές πράξεις ακόμη. Η επιτυχής έκβασή τους δεν θα είναι μόνον καθοριστική για το «κεφάλαιο έγκλημα» στην Ελλάδα, θα κρίνει και μείζονα πολιτικά διακυβεύματα. Ο Χρυσοχοΐδης θα πρέπει μέσα από την παραγωγή έργου να δικαιολογήσει την κατάργηση της ελληνικής διοικητικής παράδοσης, που ορίζει τις φυλακές στις αρμοδιότητες του υπουργού Δικαιοσύνης. Να κατευνάσει τους – σεβαστούς – φόβους περί αστυνομικοποίησης της Δικαιοσύνης. Να αποδομήσει το παρωχημένο στερεότυπο του αυταρχικού δεξιού τιμωρητισμού. Να ισορροπήσει ανάμεσα στις σύγχρονες τάσεις, κυρίως ευρωπαϊκές, που θέλουν την επικινδυνότητα να αναθεωρεί τα όρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την πίεση των πολιτών για προστασία, και τη μη καταστρατήγησή τους.
Θα κερδίσει το στοίχημα;