Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο με τον οποίον η ελληνική κοινωνία στήνει έναν καβγά για το κάθε τι –αυτό το ξέρουμε ήδη. Το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, ο διαγωνισμός της Eurovision, ο τάδε ή ο δείνα καλλιτέχνης, όλα μπορούν να γίνουν πηγή μιας μακράς και ατέρμονης πολεμικής. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένδειξη ζωτικότητας –και ως έναν βαθμό ίσως είναι. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι αυτές οι πολεμικές τείνουν –παραπάνω από συχνά– να εμπεριέχουν μια κουλτούρα αφανισμού της αντίθετης άποψης και του φορέα της και να περιφρονούν απολύτως τις αποχρώσεις –η επίκληση των οποίων θεωρείται ως και ύποπτη. Το πρόβλημα αυτό είναι γενικό στην εποχή μας, σχετίζεται ίσως και με την αυξημένη ένταση στη διαφοροποίηση των γενεών, αλλά έχει και μια ειδική ελληνική πλευρά: πάει καιρός που στην Ελλάδα είναι όλοι θυμωμένοι με κάτι.
Ο τελευταίος σχετικός καβγάς, σχετίζεται με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο και το οποίο επιτίθεται στο έργο «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, χαρακτηρίζοντάς το πατριαρχικό και σεξιστικό. Το άρθρο ξεσήκωσε πολλές αρνητικές αντιδράσεις, αλλά βρήκε και υποστηρικτές. Ως είθισται, ωστόσο, η συζήτηση που ακολούθησε αφορούσε μόνο σε έναν μικρό βαθμό το ίδιο το έργο και την ουσία του άρθρου, και επεκτάθηκε ταχύτατα σε μια συζήτηση περί των εκατέρωθεν «σκοπιμοτήτων». Έτσι οι μεν κατηγορούσαν τους δε για προώθηση της «woke ατζέντας», οι δε ανταπαντούσαν ότι οι λογοτεχνικοί κύκλοι κυριαρχούνται από μεσήλικες ή ηλικιωμένους άνδρες που δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το προνόμιό τους και πάει λέγοντας. Σύντομα, ανεξάρτητα από την ισχύ ή όχι κάποιων επιχειρημάτων, η συζήτηση είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο σενάριο συνωμοσίας.
Είναι για τον λόγο αυτό, που θα είχε ίσως μια αξία να εξετάσουμε μια σειρά από μεθοδολογικούς κανόνες, που θα βοηθούσαν τέτοιες συζητήσεις –τρόπον τινά– να κερδίζουν χρόνο, δηλαδή να μην αναλώνονται σε επί της αρχής ασυνεννοησίες που αποκλείουν την ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Με αφορμή τη διαμάχη που ξεκίνησε μόλις αναφορικά με το έργο του Καραγάτση, θα μπορούσαμε να θέσουμε τρία ερωτήματα, που ενδεχομένως να «ξεμπλόκαραν» τη συζήτηση από εκατέρωθεν αφορισμούς και την προσγείωναν στην ουσία.
Πρώτο ερώτημα: Είναι δόκιμο ο πάσα ένας να σχολιάζει και μάλιστα να αποδομεί σημαντικές καλλιτεχνικές (και όχι περιοριστικά) προσωπικότητες;
Εδώ, πρέπει να απαντήσουμε ξεκάθαρα «ναι». Κανένας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής επειδή έχει διανύσει μια πορεία και κανένας δεν στερείται το δικαίωμα να του ασκεί όσο σκληρή κριτική αισθάνεται ότι χρειάζεται, επειδή δεν έχει διανύσει μια ανάλογη πορεία ο ίδιος. Η αντίθετη λογική, θα κατέληγε στο τέλος να καταστήσει την κριτική «μονοπώλιο» του Ενός, του σημαντικότερου από όλους, δηλαδή θα κατέλυε την κριτική και θα εγκαθίδρυε μια δικτατορία της σκέψης. Η κριτική σκέψη υπάρχει ακριβώς επειδή ο οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να ασκήσει κριτική σε οτιδήποτε –με την προϋπόθεση βέβαια ότι και η κριτική αυτή μπορεί να κριθεί με τη σειρά της.
Ο Καρλ Πόπερ, κορυφαίος φιλελεύθερος στοχαστής του 20ού αιώνα, εκτιμούσε ότι αυτή είναι και η μόνη δυνατή επιστημονική προσέγγιση. Το να γκρεμίζεις βεβαιότητες –και όχι το να διατυπώνεις βεβαιότητες– αυξάνει τη γνώση της ανθρωπότητας και προστατεύει από τον ολοκληρωτισμό, έλεγε.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, τείνουμε να δημιουργούμε μια γκαλερί απρόσιτων ηρώων: οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ο Θεοδωράκης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Σαββόπουλος, ο Λάνθιμος ή ο Αγγελόπουλος, μετατρέπονται σε τοτέμ που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει, έτσι ώστε τελικά το έργο τους να στερείται και τη ζωτικότητά του.
Ας συμφωνήσουμε σε μια γενική ελευθεριακή παραδοχή, που λέει ότι η λάθος κριτική είναι προτιμότερη από την καθόλου κριτική.
Δεύτερο ερώτημα: Οφείλουμε να κρίνουμε τους στοχαστές, τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους με γνώμονα την εποχή τους ή με γνώμονα το σήμερα;
Αυτό είναι ένα μάλλον παραπειστικό ερώτημα. Κρίνουμε πάντα τους στοχαστές με γνώμονα την εποχή τους και τη διαχρονικότητά τους και στη βάση των σημερινών ιδεών. Ακόμα κι αν δεν το λέμε ή δεν το καταλαβαίνουμε. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Αν κάποιος έγραφε σήμερα ότι «η ύψιστη από όλες τις αρχές είναι πως κανένας άνδρας ή γυναίκα δεν πρέπει να στερείται αρχηγού ούτε κανείς θα πρέπει να κάνει τίποτα με δική του πρωτοβουλία ακόμα και για παιχνίδι […] αλλά θα πρέπει να σηκώνεται για να πλυθεί ή να γευματίσει μόνο αν του έχει λεχθεί να το κάνει […] μέχρι όχι μόνο να πάψει να ονειρεύεται την ανεξάρτητη δράση, μα και να γίνει εντελώς ανίκανος για αυτήν», θα συζητούσαμε αν η θέση του είναι στο τρελοκομείο ή στο κόμμα του Κασιδιάρη. Αν συζητάμε ακόμα για τον Πλάτωνα ως φιλόσοφο, είναι επειδή τα έγραψε αυτά το 350 π.Χ. και εξερευνούμε τη μεθοδολογία του.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα ομηρικά έπη επειδή οι ήρωές του έχουν σκλάβες. Η Σιμόν Βέιγ ωστόσο κάνει μια πολύ εμβριθή κριτική στην έννοια της τιμής και της ανδρείας όπως παρουσιάζονται στην Ιλιάδα, χωρίς κανείς ποτέ να σκεφτεί ότι αξίωνε από τον Όμηρο να έχει συμπεριλάβει στη σκέψη του τις συνθήκες του ύστερου Μεσοπολέμου και τον φασισμό.
Αν εξαιρέσει κανείς προφανείς ανοησίες (όπως το να χαρακτηρίζεται ρατσιστικό το έργο «Οι περιπέτειες του Χοκ Φιν», στο οποίο ένα λευκό και ένα μαύρο παιδί διασχίζουν μαζί τον Μισισιπή την εποχή του Εμφυλίου, κοροϊδεύοντας τις φυλετικές προκαταλήψεις), η κριτική που γίνεται σε κλασικά ή παλαιότερα έργα, αφορά τη μεθοδολογία και τον τρόπο σκέψης που προτείνουν, όχι την αναπαράσταση των στερεοτύπων μιας άλλης εποχής.
Στην πραγματικότητα, όσοι επικαλούνται επιτακτικά τη διαφορά της εποχής, κάνουν αυτό για το οποίο κατηγορούν τους άλλους: ζητούν από τους ανθρώπους του 21ου αιώνα να μη συμπεριλάβουν στην κριτική τους τη σκέψη του καιρού τους.
Τρίτο ερώτημα: Η πολιτική στάση του καλλιτέχνη ή του φιλόσοφου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην κριτική που του ασκείται;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που τίθεται ξανά και ξανά, ενίοτε με έναν αφελή τρόπο. Το πραγματικό ερώτημα είναι, πόσο εφικτό είναι κάποιος ο οποίος κατά βάση χειρίζεται τον λόγο, να αποστασιοποιείται από τις ιδέες του καθώς γράφει; Ακόμα και αν «ξεχάσεις» για κάποιον πεζογράφο ή ποιητή ότι υπήρξε φασίστας, πώς μπορείς να το αποσυνδέσεις αυτό από το ύφος των έργων του; Όταν ο Αλμπέρ Καμί συγκρούεται με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ σχετικά με τη σημασία των γκούλαγκ, αυτό δεν αποτελεί μόνο μια ηθική ρήξη, συμπεριλαμβάνει και μια αισθητική ρήξη και μια ιδέα για τον άνθρωπο που δεν μπορεί να κρυφτεί στα βιβλία τους.
Κάθε τέχνη δεν είναι στρατευμένη, ευτυχώς. Όμως οι ιδέες των ανθρώπων δεν γίνεται να μην αποτυπωθούν στα έργα τους. Προφανώς υπάρχουν δεξιοτέχνες του λόγου διασπαρμένοι σε κάθε ιδεολογία και το ίδιο συμβαίνει και με τους ατάλαντους γραφιάδες. Μπορούμε να διακρίνουμε τη σημασία της δεξιοτεχνίας σε ένα έργο, αλλά επίσης και τη σκιά μιας ιδέας. Στην αποτίμηση ενός έργου, μετρούν και τα δύο. Έτσι, η φράση «δεν μου αρέσει ο Καραγάτσης γιατί υποστήριζε τον Μεταξά» λ.χ., έχει μόνο συναισθηματικό περιεχόμενο. Μια κριτική όμως στο έργο του Καραγάτση, η οποία θα συνδέει στοιχεία του έργου του με την υποστήριξη που παρείχε στο φασιστικό καθεστώς, θα μπορούσε να έχει μια λογική βάση.
Αν όλα τα παραπάνω έχουν κάποια ισχύ, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες διατυπώσεις. Πρώτον, ότι η εμβέλεια ενός δημιουργού ή αντίστοιχα ενός κριτικού δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την αξία μιας κριτικής. Μόνο η ουσία της κριτικής έχει σημασία. Δεύτερον, ότι το χρονικό διάστημα που μας χωρίζει από τη δημιουργία ενός έργου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη σε αυτό ιδεών ή καταστάσεων που σήμερα μοιάζουν και είναι αδόκιμες, αλλά δεν καθιστά κανένα έργο μεθοδολογικά αδιάβροχο. Και τρίτον, ότι η πολιτική στάση και οι ιδέες ενός συγγραφέα ή ενός κριτικού, είναι λογικό να επηρεάζουν το έργο τους, εφόσον –εκτός αν μιλάμε για περιπτώσεις υποκρισίας– επηρεάζουν την οπτική του για τον κόσμο για τον οποίον μιλάει. Δεν καθορίζουν την αξία ενός έργου, αλλά την επηρεάζουν.
Φυσικά, όλες οι παραπάνω διατυπώσεις μπορούν επίσης να γίνουν αντικείμενα κριτικής ή άρνησης. Αρκεί να γίνουν με γνώμονα μια διαφορετική μεθοδολογία και όχι με την επίκληση κάποιων θέσφατων. Το ζήτημα είναι να συζητάμε αναζητώντας τις αποχρώσεις, ώστε να μπορούμε να καταλήγουμε κάπου, είτε αναγνωρίζοντάς τες είτε αποκλείοντάς τες. Είναι αλήθεια ότι οι αποχρώσεις είναι πολλά χρόνια αποκλεισμένες από τη δημόσια συζήτηση και μάλιστα από όλες τις πλευρές. Αλλά δεν είναι ποτέ αργά να ψάξουμε μια μέθοδο που να μας επιτρέπει να συζητάμε και να ασκούμε κριτική, πέρα από τη «φούσκα» των ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς συμφωνούν μαζί μας.