Ο Κώστας Καραμανλής, πρώην πρωθυπουργός, πρώην πρόεδρος της ΝΔ και ανιψιός του ιδρυτή της ΝΔ Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν είναι ένα από τα πρόσωπα στις παρυφές της πολιτικής, που μπορούν να βγάλουν φλας, να κάνουν στην άκρη, και να ελπίζουν ότι θα πάψουν οι άλλοι να ασχολούνται μαζί τους. Πόσο μάλλον όταν κυβέρνησε τη χώρα επί πεντέμισι χρόνια, από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2009.
Από τότε, από την 6η Οκτωβρίου του 2009 που παρέδωσε το Μαξίμου στον νικητή των εκλογών Γιώργο Παπανδρέου, μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 5.509 ημέρες. Στη διάρκεια αυτών των 15 ετών οι παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού στα πολιτικά πράγματα ήταν σπάνιες. Ουδέποτε έδωσε συνέντευξη αφότου άφησε το Μαξίμου, δεν έχει γράψει κάποιο βιβλίο για την πολιτική του διαδρομή, ούτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα, ενώ παρότι ήταν βουλευτής μέχρι το 2023 δεν μιλούσε στη Βουλή. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη περίπτωση πολιτικού στην Ευρώπη και ευρύτερα στη Δύση που να έχει σιωπήσει τόσο επίμονα για τα πεπραγμένα του.
Το 2024, ωστόσο, ο πρώην πρωθυπουργός μιλά συχνότερα από ότι μίλησε όλα τα προηγούμενα χρόνια μετά το 2009. Οχι για τη δική του θητεία ή για την χρεοκοπία της περιόδου 2009-2010 που οδήγησε στην εθνική ήττα της δεκαετίας των μνημονίων, αλλά για τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ: αφήνοντας αιχμές για τους χειρισμούς της στα εθνικά θέματα αλλά —αυτές τις ημέρες— και για το επιτελικό κράτος (λέγοντας το αυτονόητο). Θα επανέλθουμε.
Την περίοδο 2015 – 2019, υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή (2004-2009) είχαν κεντρικό ρόλο και λόγο στην πολιτική σκηνή, στα θεσμικά πόστα και (όπως φάνηκε) και στη Δικαιοσύνη επί των αξέχαστων ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ο Προκόπης Παυλόπουλος ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πάνος Καμμένος ήταν υπουργός Αμυνας και συγκυβερνήτης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ενώ ο μετέπειτα καταδικασθείς για παράβαση καθήκοντος, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ήταν αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια, οι στενοί συνεργάτες του Καραμανλή τα χρόνια της διακυβέρνησης, Ευάγγελος Αντώναρος και Αρης Σπηλιωτόπουλος, πέρασαν και αυτοί το κατώφλι του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μετακίνηση στελεχών της κυβέρνησης Καραμανλή στο αντίπαλο προς τη Νέα Δημοκρατία στρατόπεδο, κυρίως κατά τη δεκαετία των μνημονίων, σχολιάστηκε έντονα από τους πολιτικούς παρατηρητές. Για παράδειγμα, το 2015, μόλις ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πρότεινε τον Προκόπη Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, το «Βήμα» σχολίασε: «Η επιλογή του Πρ. Παυλόπουλου ήταν η πρώτη επίσημη επιβεβαίωση της τακτικής επικοινωνίας που διατηρούν Τσίπρας και Καραμανλής τα τελευταία χρόνια, αλλά και της επιρροής που ασκεί ο πρώην πρωθυπουργός προς τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος, ενώ φαινομενικά μοιάζει να κινούνται σε διαφορετικούς κόσμους».
Το άρωμα των καλών σχέσεων με τον πολιτικό/εκδοτικό/φιλοσοφικό και αισθητικό «χώρο» των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέδιδε και η παρουσία της πρώην συμβούλου του Αλέξη Τσίπρα (μόλις αποχώρησε από τον Αρειο Πάγο) Βασιλικής Θάνου, η οποία χειροκρότησε θερμά τους κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά από την πρώτη σειρά εκδήλωσης στο Πολεμικό Μουσείο το καλοκαίρι που μας πέρασε.
Την περίοδο 2015-2019, παρότι ο κ. Καραμανλής παρέμενε βουλευτής της ΝΔ, έδινε την εντύπωση σε πολλούς πολιτικούς παρατηρητές πως, παρότι το κόμμα του ήταν φυσικά η ΝΔ, ο πολιτικός του «χώρος» ήταν ουσιαστικά η συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η εντύπωση αυτή ενισχυόταν από τη στήριξη που του παρείχαν τα ΜΜΕ που στήριζαν αυτόν τον «χώρο» ως προς τις ευθύνες της διακυβέρνησής Καραμανλή για τη χρεοκοπία. Οχι μόνο στοχοποιώντας τον πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, ότι δήθεν διόγκωσε το έλλειμμα του 2009, αλλά προβάλλοντας θετικά και την εξωτερική πολιτική της περιόδου 2004-2009 και την προσέγγιση με τη Ρωσία του Πούτιν. Στο πλαίσιο αυτό διακινήθηκε και το περίφημο «σχέδιο Πυθία», το οποίο αναφερόταν σε υποτιθέμενο σχέδιο δολοφονίας του Κώστα Καραμανλή από ξένους πράκτορες, για το οποίο στη συνέχεια μάθαμε ότι μάλλον δεν υπήρξε ποτέ.
⇒ Διαβάστε: Ο μύθος για απόπειρα δολοφονίας Καραμανλή κατέρρευσε με γδούπο
Η τελευταία παρέμβαση του κ. Καραμανλή έγινε αυτή τη Δευτέρα (4/11). Μιλώντας σε παρουσίαση βιβλίου στάθηκε και πάλι στα εθνικά θέματα: «Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Τους δημιουργεί, άλλωστε, η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξή τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις κυρίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές εφόσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή» ανέφερε.
Η γραμμή αυτή για τα εθνικά θέματα, παρότι είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν παραχωρήσεις από την κυβέρνηση προς την Τουρκία, είναι αυτή που προβάλλει το προαναφερθέν πολιτικό/εκδοτικό/φιλοσοφικό/αισθητικό στρατόπεδο, παρουσιάζοντας τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον ΥΠΕΞ Γιώργο Γεραπετρίτη ως «μειοδότες» και «προδότες» σε πρωτοσέλιδους τίτλους. Είναι προφανώς σεβαστή η κίνηση ενός πρώην πρωθυπουργού να απευθύνει προειδοποιήσεις για τα εθνικά θέματα, αλλά το ερώτημα είναι, αν όντως ο Καραμανλής επιδιώκει κάτι στα πολιτικά μας πράγματα, μήπως θα έπρεπε να επιλέξει ένα πιο υψηλού επιπέδου πλαίσιο υποστηρικτών; Η έστω κάποιο που δεν θα θυμίζει τόσο έντονα τις υπόνοιες περί απόλυτης σύμπνοιας με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το σύστημά τους.
Διότι ο Καραμανλής είπε και σωστά πράγματα την Δευτέρα, όπως η παρακάτω περιγραφή του κλίματος πολιτικού «αυτισμού» στο οποία αναπόδραστα πια περιστρέφονται κάποια κεντρικά στελέχη του λεγόμενου «επιτελικού κράτους»: «Κανένα σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική Δημοκρατία, δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Ρίχνουν λάδι στη φωτιά όσοι αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές» σημείωσε ο πρώην πρωθυπουργός.