Στην περίοδο που αποκαλείται Μεταπολίτευση (1974 και μετά), την ομαλότερη στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, ελήφθησαν δύο μεγάλες πολιτικές αποφάσεις, με διαφορά μιας εικοσαετίας η μία από την άλλη. Είναι αλληλένδετες και αφορούν τη σχέση της χώρας με την Ευρώπη. Η πρώτη (ένταξη στην τότε ΕΟΚ) ελήφθη το 1979 και η δεύτερη (ένταξη στο κοινό νόμισμα) το 1999.
Την πρώτη απόφαση πήρε ο Καραμανλής (εννοείται ο μεγάλος και μακαρίτης) κόντρα σε σχεδόν όλη την αντιπολίτευση, που φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Τη δεύτερη πήρε ο Σημίτης, αλλά είχε προετοιμασθεί από δύο προηγούμενους πρωθυπουργούς. Τον Μητσοτάκη, που υπέγραψε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), πρόδρομο τρόπον τινά του ευρώ. Και, κατόπιν, τον Ανδρέα Παπανδρέου, στη δεύτερη φάση της πρωθυπουργίας του, που με την ιστορική φράση για το χρέος εν είδει ισχυρής αυτοκριτικής («ή το έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας ή η υπερχρέωση θα αφανίσει το έθνος»-1993), έδωσε το σήμα για συνέχιση αυτής της πορείας.
Ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη χτεσινή ομιλία του στη Βουλή, αναγνώρισε τις δύο αυτές σπουδαίες αποφάσεις Καραμανλή και Σημίτη (εδώ). Αλλά προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για τις δικές του σημερινές σκοπιμότητες. Είναι σωστή η επισήμανσή του ότι και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η ένταξη στη ζώνη του ευρώ ήταν, πρωτίστως, πολιτικές αποφάσεις. Όπως πολιτική απόφαση θα είναι, πρωτίστως, η συμφωνία που θα υπογράψει ο ίδιος με τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες.
Όμως, ο Τσίπρας «ξεχνάει» τον βασικότερο παράγοντα στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων: τη συστηματική, επί μήνες ή χρόνια, καλλιέργεια του εδάφους. Ακριβώς αυτό που έκαναν, δηλαδή, Καραμανλής και Σημίτης μέχρι να πετύχουν τον βασικό τους στόχο. Ο Καραμανλής είχε από κοντά τον Γερμανό Χέλμουτ Σμιτ και τον Γάλλο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Ο Σημίτης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και τον Ζακ Σιράκ.
Ο σημερινός πρωθυπουργός πώς καλλιέργησε το έδαφος;
- Μιλώντας υποτιμητικά για τον πρόεδρο της Γαλλίας (εδώ) και μάγκικα για την καγκελάριο της Γερμανίας (εδώ);
- Κι ας πούμε ότι αυτές ήταν αντιπολιτευτικές αμαρτίες, που Ολάντ και Μέρκελ έχουν ήδη ξεχάσει. Τι σήματα στέλνει εδώ και τρεις μήνες η κυβέρνησή του; Ο ένας ανεκδιήγητος υπουργός του απειλεί το Βερολίνο με τζιχαντιστές. Κάποιοι άλλοι έχουν για ψωμοτύρι την επιστροφή στη δραχμή.
- Κι ας πούμε ότι και αυτά παραμερίζονται, αφού έχει κυριαρχήσει ο ξαφνικός έρωτας του Τσίπρα με την Μέρκελ. Ποιο σήμα, άραγε, εξακολουθεί να στέλνει η κυβέρνησή του, όταν -αντί να πάρει πάνω της την υπογραφή της νέας συμφωνίας- δείχνει να μην αντέχει την απόφαση και γυρίζει γύρω από την ουρά της, μιλώντας Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή για εκλογές και Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο για δημοψήφισμα;
Οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται από αποφασισμένους ηγέτες και κυβερνήσεις που ξέρουν τι θέλουν, καλλιεργούν το πολιτικό και προσωπικό έδαφος που τους ενώνει με τους άλλους και την κρίσιμη στιγμή δεν διστάζουν. Αποφασίζουν και προχωρούν.
Αν ο Τσίπρας παρακάμψει όσα αρνητικά φορτία κουβαλάει και πάρει την απόφαση, σε είκοσι χρόνια -ή και νωρίτερα- κάποιος άλλος πρωθυπουργός θα του το αναγνωρίσει. Αλλιώς;
Ας αφήσουμε το «αλλιώς». Στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού μπορεί να ισχύει αυτό που έχει πει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Δεν πειράζει να διστάζεις, αν μετά προχωράς μπροστά».
Αν δεν ισχύει, κλάφτα Χαράλαμπε.