Η «Κραυγή» (1893), πίνακας του Εντβαρτ Μουνκ | Εθνικό Μουσείο Νορβηγίας/Nasjonalgalleriet
Απόψεις

Ο κανιβαλισμός μιας αυτοκτονίας

Ο άνθρωπος που έγινε είδηση επειδή η γυναίκα του αυτοκτόνησε (το οποίο θα μπορούσε επίσης να είναι ένας πολύ ωραίος τίτλος) δεν έκανε απολύτως τίποτε για να δει τον εαυτό του στα sites και στα πρωτοσέλιδα. Δεν οριοθετεί το Διαδίκτυο τη δεοντολογία, οι άνθρωποι την οριοθετούν, το Διαδίκτυο είναι το μέσον, δεν γράφει μόνο του τα κείμενα και τους τίτλους
Μαρία Δεδούση

Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να πεθάνει κανείς, αλλά έχω την εντύπωση ότι η αυτοκτονία ενός οικείου προσώπου προκαλεί πάντα πολλαπλό πόνο και αγωνία σε εκείνους που μένουν πίσω. Δεν είναι μόνο η απώλεια, είναι και τα ερωτήματα, καταδικασμένα να μείνουν για πάντα αναπάντητα. Είναι μια τεραστίου μεγέθους προσωπική τραγωδία, και μπροστά στις προσωπικές τραγωδίες υποτίθεται ότι ως κοινωνία στεκόμαστε με σεβασμό.

Δεν υπάρχει κάποια γραπτή και θεσμοθετημένη συμφωνία για αυτό, οι άγραφοι νόμοι, όμως, αποτελούν ισχυρότερους κοινωνικούς στυλοβάτες και από τους γραπτούς ακόμη.

Η αυτοκτονία της γυναίκας που έπεσε από τον 7ο όροφο του ξενοδοχείου στη Μιχαλακοπούλου απέδειξε, όμως, για ακόμη μια φορά ότι δεν είμαστε και πολύ καλοί στο να τηρούμε τις κοινωνικές συμφωνίες μας. Ολο και περισσότερο επικρατεί η ανάγκη μας να κανιβαλίζουμε κάθε περιστατικό, κάθε συμβάν, κάθε τραγωδία ιδιαίτερα.

Να ρουφάμε με απληστία κάθε σταγόνα αίματος, σπέρματος και δακρύων που στάζει ακόμη νωπή από νεκρούς και ζωντανούς, από θύματα και θύτες· να διεισδύουμε στα έγκατα της φρίκης και να ανακαλύπτουμε νέα βάθη σε αυτά· να μην αφήνουμε τίποτε όρθιο σε ακτίνα χιλιομέτρων από το δράμα, συμπαρασύροντας τους πάντες και δημιουργώντας εκατόμβες από παράπλευρες απώλειες.

Ολα τα πιο πάνω μπορεί να φαίνονται σαν λογοτεχνική άσκηση με θέμα την «ανατομία της αναισθησίας στη σύγχρονη εποχή», όμως στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτε πιο λογοτεχνικά ευφάνταστο (και αναίσθητο) από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ τη συγκεκριμένη αυτοκτονία.

Η γυναίκα αυτή, που δεν θα μάθουμε ποτέ γιατί αυτοκτόνησε, αν και οι εικασίες έχουν αρχίσει ήδη, με τη μορφή «χρόνιων ψυχολογικών προβλημάτων», ήταν συμβία ενός αναγνωρίσιμου άνδρα. Πληκτρολογώντας στην αναζήτηση του Google τη λέξη «αυτοκτονία» θα βρεις σήμερα πολύ λιγότερα αποτελέσματα από το αν πληκτρολογήσεις το όνομα εκείνου.

Κάποιος θεώρησε ότι τα στοιχεία της και τα στοιχεία του άνδρα της πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Η «ιερή» σύμβαση του σεβασμού στην ιδιωτικότητα του ανθρώπινου δράματος καταπατήθηκε πιο γρήγορα και από τον ρυθμό με τον οποίο πληκτρολογείται μια είδηση.

Εάν δεν ήταν γυναίκα του, ούτε θα μας ενδιέφερε η αυτοκτονία ούτε το γιατί πήδηξε, ούτε το ποιοι είναι οι οικείοι της ούτε απολύτως τίποτε. Και δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, διότι η γυναίκα αυτή αυτοκτόνησε. Ούτε σε έγκλημα ενεπλάκη ούτε με άλλους ανθρώπους είχε σχέση η πράξη της, ούτε υπάρχει κάποια συνωμοσία από πίσω. Απλώς αυτοκτόνησε.

«Ποιος είναι ο τάδε, η γυναίκα του οποίου έπεσε από τον 7ο όροφο ξενοδοχείου στη Μιχαλακοπούλου» είναι ο συχνότερος τίτλος, σαν υποσημείωση σε τίτλο δοκιμίου ή μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Ή σαν να ήταν εκείνος η είδηση. Γιατί είναι είδηση εκείνος; Επειδή το όνομά του θα πουλήσει. Γιατί πρέπει μια αυτοκτονία να πουλήσει; Διότι τα πάντα είναι αντικείμενο συναλλαγής, τα δράματα πρώτα. Για τα πολυπόθητα «κλικ».

«Η σύνδεση της αυτοκτονίας στη Μιχαλακοπούλου με το Μέγαρο Μαξίμου» είναι μακράν ο πιο χυδαίος τίτλος που κυκλοφόρησε, τίτλος βαθιά και άτιμα υπαινικτικός, που θέλει να προσδώσει στο ιδιωτικό αυτό δράμα και πολιτική διάσταση. Γιατί; Επειδή εκείνος (όχι εκείνη, εκείνος) έχει σχέση συνεργασίας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οποιος τον σκέφτηκε αυτόν τον τίτλο, κατά την άποψή μου, πρέπει να πάρει μια τεράστια αύξηση από τα αφεντικά του και ακριβώς την επόμενη ημέρα να απολυθεί και να του απαγορευθεί διά βίου η άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.

Δεν κάνετε, κυρία Δεδούση, ποτέ clickbait όταν γράφετε κείμενα; Ναι, κάνω. Θέλω να με διαβάζετε, όλοι θέλουμε να μας διαβάζετε, γι’ αυτό γράφουμε. Προσπαθείς να κάνεις τον τίτλο σου ενδιαφέροντα και θελκτικό, να δημιουργήσεις ενδεχομένως απορίες στο κοινό, οι οποίες θα του απαντηθούν διαβάζοντας το κείμενο. Δεν ξεφεύγεις, όμως, από τα όρια της δεοντολογίας προκειμένου να το πετύχεις αυτό. Προσπαθείς να μην ξεφεύγεις από τα όρια γενικώς. Και πιστέψτε με, στην εποχή του Internet δεν είναι πάντα εύκολο αυτό, είναι μια διαρκής κουβέντα με τον εαυτό σου. Είτε είσαι δημοσιογράφος είτε είσαι Μέσον.

Φταίει το Internet, όμως;

«Μιλάμε κι εμείς για δεοντολογία στην εποχή του Διαδικτύου», μου είπε ένας συνάδελφος με τον οποίο κουβεντιάζαμε το θέμα. Με έβαλε σε σκέψεις. Ναι, μιλάμε. Δεν οριοθετεί το Διαδίκτυο τη δεοντολογία, οι άνθρωποι την οριοθετούν, το Διαδίκτυο είναι το μέσον, δεν γράφει μόνο του τα κείμενα και τους τίτλους. Το Internet, η ταχύτητα, ο ανταγωνισμός, όλα αυτά, δεν είναι παρά βολικές δικαιολογίες.

Ο άνθρωπος που έγινε είδηση επειδή η γυναίκα του αυτοκτόνησε (το οποίο θα μπορούσε επίσης να είναι ένας πολύ ωραίος τίτλος) δεν έκανε απολύτως τίποτε για να δει τον εαυτό του στα sites και στα πρωτοσέλιδα.

Ισως ήθελε να κρατήσει το προσωπικό δράμα του μακριά από τη δημοσιότητα, είναι πολύ πιθανό αυτό, αλλά δεν τον ρώτησε κανείς. Αντί γι’ αυτό επιδοθήκαμε σε άλλον έναν διαγωνισμό κανιβαλισμού, στον οποίο κάποιοι θα θεωρήσουν ότι κέρδισαν, μετρώντας τα «κλικ», αλλά στο τέλος της ημέρας θα έχουμε χάσει άπαντες.

Μέρος της ανθρωπιάς μας, αν μη τι άλλο.