Απόψεις

Ο καφές των Ελλήνων

Η αλήθεια είναι ότι τόσο που έχει ακριβύνει, ίσως υπολογίζουμε υποσυνείδητα την τιμή του με τον χρόνο: πληρώνω τρία και τέσσερα ευρώ, θα τον πίνω αργά να νιώθω ότι φτουράνε τα λεφτά μου. Να τον σταματήσεις, δεν μπορείς. Μια απόλαυση έμεινε. Στη δουλειά, στην παραλία, στη βεράντα. Με φίλο ή χωρίς. Ενα καφεδάκι για την πάρτη μου
Λίλα Σταμπούλογλου

«Φρέντο, εσπρέσο και καπουτσίνο αντικαθιστούν τον φραπέ στα καταστήματα, ενώ οι κάψουλες αντικαθιστούν τον χύμα καφέ στα σπίτια…», ανέφερε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Καφέ, Γιάννης Μπενόπουλος.

Κάτι είχαμε καταλάβει, είναι αλήθεια, αλλά το επιβεβαίωσε και ο ειδικός. Κάποτε οι φραπέδες πήγαιναν κι έρχονταν στα σπίτια και στις καφετέριες, τώρα τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνιση. Οσοι προλάβαμε δεκαετίες ’80 και ’90, ζήσαμε τη δόξα τους. Το μιξεράκι χειρός που έμπαινε μπρος για να κάνει αφρό τον νεσκαφέ με τη ζάχαρη και το νερό, το σέικερ που το αντικαθιστούσε αν είχε χαλάσει, τον αφρό που, αν δεν τον είχες χτυπήσει καλά, εξαφανιζόταν στο πεντάλεπτο, το γάλα που μετέτρεπε τον φραπέ σε φραπόγαλο.

Ολη η Ελλάδα ένας φραπές ήταν κάποτε. Τουλάχιστον από το 1957, που έγινε η τρομερή ανακάλυψη. Τυχαία, στη ΔΕΘ Θεσσαλονίκης. Κάποιος αντιπρόσωπος εταιρείας παρουσίαζε ένα παιδικό σοκολατούχο ρόφημα που έπρεπε να χτυπήσεις σε σέικερ πριν το καταναλώσεις. Στο διάλειμμα είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει το ίδιο με τη σκόνη στιγμιαίου νεσκαφέ, μιας και δεν έβρισκε ζεστό νερό για να τη διαλύσει. Τη χτύπησε με κρύο νερό, όπως το σοκολατούχο παρασκεύασμα, και ιδού ο πρώτος φραπές της Ιστορίας. Παγκόσμια πρώτη, ελληνική πατέντα που λένε.

Το 1965, η γνωστή καφετέρια του Χρήστου Λέντζου στο Παγκράτι σέρβιρε για πρώτη φορά φραπέ, πασπαλίζοντας από πάνω και μια κουταλιά αχτύπητου καφέ για τη γεύση. Και μετά, το χάος. Ο φραπές μπήκε παντού, έγινε ο δεύτερος αγαπημένος καφές των Ελλήνων μετά τον ελληνικό. Ταυτίστηκε με παρέες, βόλτες, ταξίδια, παραλίες, ωραίες ιστορίες, ταυτίστηκε όμως και με την κακή πλευρά μας, με τα ελαττώματα και τα λάθη μας. Η χώρα του φραπέ λέμε και εννοούμε τη χώρα του Νεοέλληνα, εκείνου του τύπου που είδε τη ζωή πιο χαλαρά από ό,τι έπρεπε.

Ο φραπές γεννήθηκε στην Ελλάδα και εδώ θα πεθάνει, όπως δείχνουν οι καταναλωτικές τάσεις. Τι τα θες, έτσι είναι η ζωή, τώρα είναι η στιγμή του φρέντο. Εσπρέσο, καπουτσίνο, λάτε, φρεντοτσίνο, μόκα, μακιάτο και πάει λέγοντας. Με γάλα αμυγδάλου, καρύδας, σόγιας, μαύρη ζάχαρη, ζαχαρίνη, στέβια, σιρόπι αγαύης, φυτική κρέμα και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Οι επιλογές ατελείωτες και το «το καταναλωτικό κοινό διατεθειμένο να δοκιμάσει νέα πράγματα», όπως είπε ο κ. Μπενόπουλος.

Για να λέμε και του φρέντο το δίκιο, η μόδα του μας έδωσε ποικιλία. Και μια άλλη οπτική της εμπειρίας του καφέ. «Εχει αναπτυχθεί η αγορά του καφέ με δυναμικό τρόπο και έχουν επενδυθεί κεφάλαια, έχουν έρθει ταλέντα που βάζουν μυαλό και ψυχή και δημιουργούν καινούργια πράγματα και υπάρχουν πολλές σοβαρές ελληνικές εταιρείες που καβουρδίζουν τον καφέ εδώ και φτιάχνουν εξαιρετικά χαρμάνια», ανέφερε ο κ. Μπενόπουλος.

Ανέφερε επίσης ότι οι Ελληνες λιβανίζουμε τον καφέ μας. «Τα ποτήρια με τον καφέ μας συνοδεύουν για αρκετές ώρες, δίνοντας την αίσθηση ότι στην Ελλάδα πίνουμε πολλούς καφέδες, κάτι που όμως δεν ισχύει. Ο Ελληνας έχει έναν καφέ δίπλα του, αλλά μπορεί να είναι ο ίδιος όλο το πρωί και ο ίδιος όλο το απόγευμα».

Η αλήθεια είναι ότι τόσο που έχει ακριβύνει ο καφές, ίσως αντισταθμίζουμε υποσυνείδητα την τιμή του με την ώρα. Λες από μέσα σου, πληρώνω τρία και τέσσερα ευρώ τον καφέ, θα τον πίνω αργά να νιώθω ότι φτουράνε τα λεφτά μου. Γιατί να τον σταματήσεις δεν μπορείς, σου κακοφαίνεται. Μια απόλαυση μου έμεινε πια, λες, να μπορώ να πιω ένα καφεδάκι. Στη δουλειά, στην παραλία, στην πλατεία, στη βεράντα. Με φίλο ή χωρίς. Ενα καφεδάκι για την πάρτη μου.

Το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Ο καφές δεν είναι απλώς συνήθεια, είναι η παρηγοριά μας. Είτε λέγεται φραπέ είτε φρέντο. Οποια μόδα και να έρθει, εμείς θα την αγαπήσουμε.