Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, του Αγίου Βαλεντίνου ανήμερα, κυκλοφορούν διάφορες έρευνες για τον τρόπο με τον οποίο ερωτευόμαστε και για το τι ψάχνουμε να βρούμε στον έρωτα.
Οπως αυτή που δημοσίευσε το BBC και μας καλεί να βαθμολογήσουμε το πόσο πολύ, ή το πόσο λίγο πιστεύουμε απόψεις όπως: «Υπάρχει ένα ιδανικό ταίρι για όλους εκεί έξω / Οι άνθρωποι πρέπει να παντρεύονται μόνο αν είναι τρελά ερωτευμένοι / Ο λόγος που οι περισσότεροι γάμοι αποτυγχάνουν, είναι γιατί οι άνθρωποι δεν προσπαθούν αρκετά να τους κρατήσουν».
Αν ξέραμε τι να απαντήσουμε στις έρευνες, αν κάποιος σοφός μάγος μας είχε δώσει το μαγικό «σκονάκι», θα ήμασταν όλοι πανευτυχείς και τρελά ερωτευμένοι. Η καθημερινότητά μας θα θύμιζε διαφήμιση μοσχομυριστού μαλακτικού πλυντηρίου, ή σοκολάτας με ολόκληρα αμύγδαλα. Ομως, όπως πολύ σοφά μου είχε πει κάποτε ένας φίλος, «τα συναισθήματα είναι τα παιδιά που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ». Είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε ξανά και ξανά τα ίδια λάθη. Και να μένουμε μετεξεταστέοι στην εκάστοτε έρευνα-διαγώνισμα του BBC. Και ίσως τελικά, έτσι να πρέπει να συμβαίνει. Να μην μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Ζώντας πλέον σε μία εποχή στην οποία το πιο ρομαντικό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος για σένα στο πρώτο ραντεβού είναι να μην τσεκάρει ούτε για μία στιγμή το smartphone του, ούτε καν όταν πας στην τουαλέτα, επιστρέφω σε μία από τις ωραιότερες ταινίες που έχω δει ποτέ και έχει να κάνει με την αναζήτηση του «άλλου μισού» στα χρόνια της αποξένωσης.
Η ταινία είναι αργεντίνικη, του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γκουστάβο Ταρέτο. Εχει τίτλο «Medianeras» («Μεσοτοιχίες») και ασχολείται με τη ζωή που χάνεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, ή στην ανύπαρκτη πραγματικότητα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Το Μπουένος Αϊρες μοιάζει πολύ με την Αθήνα. Είναι με τις ώρες της, πότε μία άσχημη και εκνευριστική και πότε μία πολύ όμορφη πόλη. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Μάρτιν και η Μαριάνα, μένουν σε απέναντι διαμερίσματα, όμως τα λεπτά της ταινίας περνούν και δεν έχεις ιδέα αν θα καταφέρουν να συναντηθούν ή όχι.
Βλέπεις την παράλληλη καθημερινότητά τους. Πώς πετυχαίνουν στο ραδιόφωνο το ίδιο τραγούδι, το «True love will find you in the end» και δυναμώνουν την ένταση για να το τραγουδήσουν. Πώς διασκεδάζουν με τα ίδια χαζά παιχνίδια στο Ιντερνετ. Πώς υποφέρουν από τα φαντάσματα των πρώην τους. Πώς κλαίνε με την ίδια σκηνή, της ίδιας ταινίας, που βλέπουν την ίδια στιγμή στην τηλεόραση. Πώς εκείνος αφήνει δίπλα στον κάδο σκουπιδιών την παλιά καρέκλα γραφείου του και εκείνη περνά, τη βλέπει και την ανεβάζει στο διαμέρισμά της για να την κάνει δική της.
«Μακάρι το κεφάλι μου να δούλευε τόσο καλά όσο και το Mac μου και να μπορούσα να σβήσω τα πάντα με το πάτημα ενός κουμπιού» σκέφτεται η Μαριάνα, ενώ είναι έτοιμη να διαγράψει για πάντα όλες τις αποθηκευμένες φωτογραφίες του πρώην της.
«Κάθισα μπροστά στον υπολογιστή μου πριν από δέκα χρόνια, και νιώθω λες και δεν ξανασηκώθηκα ποτέ ξανά» σκέφτεται ο Μάρτιν, ενώ παραγγέλνει ρούχα και φαγητό, παίζει παιχνίδια, φλερτάρει και κάνει διαδικτυακό σεξ με θέα την οθόνη του.
Το κεντρικό ερώτημα της ταινίας, καθώς βλέπεις ξανά και ξανά πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι προσπερνούν ο ένας τον άλλο χωρίς να καταφέρουν να γνωριστούν μεταξύ τους, είναι μαχαιριά στην καρδιά για όσους νιώθουν χαμένοι στον λαβύρινθο της πόλης ή του μυαλού τους: «Πώς μπορείς να βρεις τον έρωτα όταν δεν ξέρεις πού να ψάξεις;». Πώς δηλαδή, όταν δεν ξέρεις καν πώς μοιάζει εκείνος που αναζητάς, μπορείς να ελπίζεις ότι θα τον δεις και δεν θα τον παραβλέψεις.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, του Αγίου Βαλεντίνου ανήμερα, οι βιτρίνες γεμίζουν με κόκκινες καρδιές και βρίσκεις παντού προσφορές για το πώς να γιορτάσεις ρομαντικά. Από εστιατόρια μέχρι ξενοδοχεία ημιδιαμονής, όλοι επιστρατεύουν το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο για να σου κάνουν το τραπέζι, ή να σε ρίξουν στο κρεβάτι.
Ακόμη και αν θεωρείς όλα αυτά μάταια, γελοία και κιτς, όταν δεν σε βλέπει κανείς, θα πεις στον μετεξεταστέο εαυτό σου: «Ισως την επόμενη φορά να τα καταφέρουμε…».