Στην οικονομία, όπως και στη ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ο πακτωλός των δισεκατομμυρίων ευρώ που κόπηκαν και μοιράστηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και οι επιδοτήσεις στην αγορά ενέργειας που δόθηκαν από όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (ως αντίδοτο στις ελλείψεις που δημιούργησε ο πόλεμος του Πούτιν), κράτησαν ζωντανή την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία έστω και αργά αναπτύσσεται – άφησαν όμως ως «κληρονομιά» τον πληθωρισμό.
Εδώ και ενάμιση χρόνο η ευρωπαϊκή οικονομική ελίτ αποφάσισε να αλλάξει πολιτική, με αποφάσεις όπως επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, «πάγωμα» των δημοσίων δαπανών και ανακατανομή των κοινωνικών επιδοτήσεων.
Στο ίδιο μοτίβο, το οποίο έχει επιβάλει ο ευρωπαϊκός Βορράς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι η τελευταία απόφαση (στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών) να διακοπούν ενισχύσεις ύψους 57 δισ. ευρώ που προορίζονταν για την Ουκρανία. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα χρήματα αυτά δεν προορίζονταν για στρατιωτικό εξοπλισμό ή ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας, αλλά για να είναι συνεπής η χώρα στις υποχρεώσεις της απέναντι στις αγορές κατά τη διετία 2024-2025. Κάτι σαν «μαξιλάρι», όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα, έναντι των αγορών και όλων όσοι κρατούν (ακόμη) στα χέρια τους το δημόσιο χρέος της Ουκρανίας.
Είναι και αυτό ένα ακόμη σήμα ότι η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική συνεχίζει τη στροφή της, με πρώτο στόχο του δικού της «πολέμου» να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και να τον φέρει σε δύο χρόνια από τώρα στο επιθυμητό όριο του 2%.
Ολα αυτά, απεικονίζονται και στις μελέτες-προβλέψεις της ΕΚΤ και της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ανακοίνωσε τον οδικό χάρτη της ευρωοικονομίας για τα επόμενα τρία χρόνια. Η επιλογή και η εικόνα που έδωσε είναι σαφής:
- Στην ευρωζώνη, η οποία βρέθηκε φέτος σε διαδικασία επιβράδυνσης, το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί το 2023 μόλις κατά 0,6%, από 3,4% το 2022, και θα σταθεροποιηθεί την επόμενη τριετία στο 0,8% το 2024 και στο 1,5% στη συνέχεια.
- Ο δείκτης τιμών καταναλωτή το 2024 θα περιοριστεί στο 2,7% (από 5,4% φέτος) και στη συνέχεια θα υποχωρήσει στο 2,1% το 2025 και στο 1,9% το 2026.
Η επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων και, το κυριότερο, της ισορροπίας ανάμεσα στον ρυθμό ανάπτυξης και τη μείωση του πληθωρισμού, που λειτουργούν ως μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα, είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο η Κριστίν Λαγκάρντ μιλάει για αβεβαιότητες και τονίζει όπου βρεθεί και όπου σταθεί: «Δεν πρέπει με τίποτα να γίνουμε λιγότερο επιφυλακτικοί, δεν συζητήσαμε καθόλου μειώσεις επιτοκίων. Καμία συζήτηση, κανένα debate».
Η Ελλάδα «κόντρα» στο ρεύμα
Το ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφαλώς επηρεάζει την ελληνική οικονομία. Οπως περιγράφουν οικονομικοί αναλυτές, η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια δεν θα μπορεί να πετάξει όπως ο… γλάρος – δηλαδή να σηκωθεί ψηλά και να αφήσει να την παρασύρει ο άνεμος που θα δημιουργεί η ευρωζώνη στην πορεία της. Θα πρέπει να αναζητήσει άλλες δυνάμεις και άλλες αγορές.
Οπως φαίνεται όμως και από τον Προϋπολογισμό του 2024 που ψηφίζεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η Ελλάδα θέτει στόχο να συνεχίσει να πρωτοστατεί στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, αυξάνοντας, κυρίως, τις επενδύσεις. Αυτή η στρατηγική ασφαλώς μπορεί να έχει και το ανάλογο τίμημα, που είναι ο υψηλότερος πληθωρισμός.
Οπως είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θάνος Πετραλιάς στη Βουλή, «το 2021 καλύψαμε τις απώλειες της πανδημίας με ανάπτυξη 8,4%, το 2022 πετύχαμε ανάπτυξη 5,6% έναντι 3,4% του μέσου όρου της ευρωζώνης και το 2023 εκτιμάται ανάπτυξη 2,4% έναντι 0,6% του μ.ο. της ευρωζώνης».
Δηλαδή πλέον η Ελλάδα δεν είναι ουραγός της Ευρώπης, αλλά πρωτοπόρος, έχοντας τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ΕΕ και Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν που θα αυξηθεί από 222 δισ. ευρώ το 2023 σε 233,8 δισ. ευρώ το 2024.
Το κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα είναι πλέον οι πηγές που θα τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη. Αν η κινητήριος δύναμη (κάτι που αρχίζει να υποχωρεί) είναι η κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική), τότε ο πληθωρισμός στη δική μας (ρηχή) αγορά θα επιμείνει.
Αν όμως η ανάπτυξη προέλθει με μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής από τις εξαγωγές και, το κυριότερο, από τις επενδύσεις, τότε κεφάλαια θα έρθουν στην Ελλάδα, τα χρήματα θα μείνουν στην οικονομία και οι τιμές σταδιακά θα σταθεροποιηθούν.
Το ευτύχημα είναι ότι, ενώ οι επενδύσεις μέχρι το 2019 μειώνονταν συνεχώς, έχοντας φτάσει στο ναδίρ των 19 δισ. ευρώ, φέτος αναμένεται να ανέλθουν σε 31,7 δισ. ευρώ και το 2024 σε 37,4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 90% σε σχέση με το 2019.