«Κοιλιοκάκη». Η λέξη βγήκε από το στόμα της φίλης μαζί με έναν αναστεναγμό. Για όσους δεν ξέρουν, είναι ένα αυτοάνοσο που προκαλείται από δυσανεξία σε πρωτεΐνες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το κριθάρι. Εμφανίζεται σε άτομα κάθε ηλικίας με γενετική προδιάθεση και μπορεί να ξεκινήσει από τη μέση βρεφική ηλικία.
Κάπου εκεί το κατάλαβε και η φίλη ότι το παιδί της πάσχει από το εν λόγω αυτοάνοσο. Και από την ώρα της διάγνωσης, στη ζωή τους μπήκε η φράση «χωρίς γλουτένη» και όλα τα παρελκόμενά της που δεν είναι και λίγα. Για την ακρίβεια, είναι μια άλλη φάση στην οποία μυείσαι, προσπαθώντας να ρυθμίσεις όλο το διατροφικό πλάνο σου με τροφές που δεν ξυπνούν τα συμπτώματα της ασθένειας.
Η περιγραφή της φίλης για το πώς κυλάει η ζωή τους υπό το καθεστώς μιας δίαιτας χωρίς γλουτένη, την οποία πρέπει να ακολουθεί ένα νήπιο, ήταν τρομακτική. Μιλάμε για ένα διατροφικό μενού με αυστηρές προδιαγραφές, το οποίο καλείσαι να βάλεις όχι μόνο στο δικό σου τραπέζι, αλλά και όπου αλλού βρεθείς. Οπου και να πας έχεις τα δικά σου ταπεράκια μαζί, από την ταβέρνα μέχρι το πάρτι, και από το σχολείο μέχρι την εκδρομή.
Ασφαλώς πρόκειται για μια εξαντλητική συνθήκη, ένα καθημερινό βάσανο, και όσοι το ζουν ξέρουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι. Οχι μόνο από την άποψη της προσοχής, αλλά και του μπάτζετ. Υπάρχει μια ολόκληρη αγορά που υποστηρίζει αυτή τη δίαιτα, μπορείς να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα, αν το θες, απλώς πρέπει να τα πληρώσεις χρυσά (η τιμή τους μπορεί να είναι και 800% πάνω από τα αντίστοιχα συμβατικά προϊόντα). Τα χρήματα που δίνει ο ΕΟΠΥΥ στους ασθενείς, περί τα 100 με 150 ευρώ, δεν φτάνουν ούτε για το καλάθι μιας εβδομάδας.
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος που έχει όντως δυσανεξία στη γλουτένη αναγκάζεται να μπει στον εφιάλτη μιας αγοράς όπου η λέξη «ακρίβεια» είναι λίγη για να περιγράψει τις τιμές της, υπάρχουν και αρκετοί ανάμεσά μας που το κάνουν επειδή απλώς είναι μόδα. Και όσο στεναχωριέσαι που ακούς τη φίλη σου που βιώνει αυτή τη συνθήκη αναγκαστικά, λόγω του αυτοάνοσου του παιδιού της, τόσο εκνευρίζεσαι με εκείνους που ασπάζονται τη μόδα υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο προάγει την υγεία και βοηθάει στην απώλεια βάρους.
Εύλογα υποθέτεις, βεβαίως, ότι και η αγορά που πλασάρει ένα κάρο σχετικά προϊόντα, καλώντας τον καταναλωτή να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να εξοπλίσει ψυγεία και ντουλάπια με αυτά, στη μόδα επαφίεται και αντλεί περισσότερη δυναμική από τα άτομα που την ακολουθούν, παρά από όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της τρέλας, η παγκόσμια αγορά προϊόντων χωρίς γλουτένη αποτιμήθηκε στα 7,28 δισ. δολάρια το 2024, ενώ οι δείκτες προβλέπουν ότι σχεδόν θα διπλασιαστεί μέχρι την επόμενη δεκαετία. Τα παραπάνω νούμερα κέρδους δεν βγαίνουν ασφαλώς μόνο με το 1% του πληθυσμού που έχει διαγνωσθεί με τροφική δυσανεξία. Βγαίνουν με το 25% του πληθυσμού που διαπιστώνεται ότι ακολουθεί μια σχετική διατροφή χωρίς ιατρικούς λόγους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις ΗΠΑ.
Και κάπως έτσι, το «gluten free», ο όρος που αναγράφεται συνήθως στα περισσότερα προϊόντα της αγοράς, έχει γεμίσει τα ράφια και έχει εισαχθεί στη ζωή μας σαν κάτι υγιεινό και καθαρό. Και μετά, έρχονται οι έρευνες για να αποκαθηλώσουν τον μύθο. Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Plants Foods for Human Nutrition» και τα συμπεράσματα της δεν είναι καθόλου ευνοϊκά.
Συγκεκριμένα, η μελέτη αναφέρει ότι πολλά από τα οφέλη που ευαγγελίζονται τέτοιου είδους προϊόντα, όπως η απώλεια βάρους και ο έλεγχος του διαβήτη, είναι υπερτιμημένα και πολλά από αυτά στερούνται θρεπτικών συστατικών, ενώ ταυτόχρονα περιέχουν περισσότερη ζάχαρη και υψηλότερα επίπεδα σακχάρων. Πράγμα που σημαίνει ότι η μακροχρόνια κατανάλωσή τους στο πλαίσιο μιας δίαιτας χωρίς γλουτένη σχετίζεται με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος και διατροφικές ελλείψεις.
Ούτε υγεία ούτε απώλεια βάρους λοιπόν. Απλώς μια μόδα, η οποία ξεπήδησε μέσα από την ανάγκη λίγων και βρήκε πολλά πρόβατα να βάλει στο μαντρί της. Εκείνοι που έχουν το πρόβλημα κοιτούν αυτό το κοπάδι που ορκίζεται στο «gluten free» χωρίς συγκεκριμένο λόγο, γιατί έτσι, και απορούν. «Ηλίθιοι είναι και θέλουν να βασανίζονται και να ξοδεύονται;», σκέφτονται με το δίκιο τους. Η απάντηση δική σας.