| CreativeProtagon
Απόψεις

Ο εφιάλτης στον δρόμο με τα δώρα

Η οικονομική στενότητα δεν κατάφερε να σταματήσει το συνήθειο της ανταλλαγής δώρων στον Έλληνα, αλλά σίγουρα άλλαξε το περιεχόμενο των πακέτων. Έβαλε μέσα περισσότερη σκέψη, προσοχή και μέτρο. Έβαλε πρωτοτυπία και φαντασία, προσωπική σφραγίδα και ταυτότητα, ακόμα και οικολογική ευαισθησία
Λίλα Σταμπούλογλου

«Μην μου φέρεις γούρι. Δεν θέλω γούρι!» Της το είπα έντονα, σχεδόν τη διέταξα. Της υπενθύμισα ότι δεν θέλω τίποτα, ειδικά κάτι κοινότοπο και αχρείαστο, που είναι προορισμένο να βγει από το περιτύλιγμα και να μπει στον κάδο. Είχα το θάρρος να της το πω, είναι η μητέρα μου.

Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, χαμογέλασε ένοχα. Ήξερε ότι θα πάει να μου πάρει ένα γούρι για να μου το δώσει την Πρωτοχρονιά, όπως και να έχει. Έτσι για το καλό. Επειδή είναι το συνήθειό της να παίρνει κάτι σε όλους.

Θυμάμαι παλιά τι λεφτά δίναμε στα δώρα. Μια μικρή περιουσία. Είχε ένα πακέτο ακόμα και ο τελευταίος του σογιού, εκείνος που βλέπεις μια φορά στα τρία χρόνια. Ατελείωτοι ποδαρόδρομοι στην αγορά για το μάζεμα όλων αυτών των πακέτων. Κουβάλημα, όχι αστεία.

Οχι ότι τώρα δεν ιδρώνεις για να μαζέψεις τα δώρα των Χριστουγέννων. Ειδικά εκείνα των παιδιών, είναι μια σπαζοκεφαλιά από μόνα τους: «Θέλω την αθλητική φανέλα του Μέσι», «θέλω το πλεϊμομπίλ πειρατικό καράβι», «θέλω ακουστικά χρώματος κίτρινο να φωσφορίζουν στο σκοτάδι». Ενα «θέλω» που περιλαμβάνει ψάξιμο ανά την επικράτεια, ηλεκτρονικές παραγγελίες που δεν ξέρεις αν θα έρθουν εγκαίρως και ενοχλητικές ματαιώσεις της τελευταίας στιγμής, που δυσκολεύεσαι να τις καλύψεις: «το πειρατικό καράβι μας τελείωσε, δυστυχώς».

Και μετά, οι άλλοι. Κάτι για τις δασκάλες, κάτι για τα ανίψια, τις θείες, τους φίλους, εκείνους που ξέρεις ότι κάτι θα σου φέρουν αλλά κι εκείνους που δεν είσαι σίγουρος, αλλά παίρνεις γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Κάτι μικρό, χαριτωμένο, χρηστικό ή αχρείαστο, κάτι για το καλό, όπως λέει και η ελληνίδα μάνα μου. Και φυσικά, όχι πολύ ακριβό – είπαμε, πάνε οι εποχές της χριστουγεννιάτικης καταναλωτικής τρέλας.

Ισως και καλύτερα που πάνε. Τώρα μπορείς να ηρεμήσεις, να πεις δεν έχω, βρε παιδί μου, να πάρω σε όλους. Θα πάρω σε λιγότερους, και θα πάρω αυτό που δύναμαι. Θα σκεφτώ εναλλακτικές. Θα φτιάξω μπισκότα, μια μαρμελάδα, μια χειροτεχνία. Η εποχή του DIY είναι εδώ και είναι τίγκα στις ιδέες για χειροποίητα δώρα.

Τώρα θα μου πείτε, χρόνο έχεις να φτιάχνεις; Ίσως δεν είναι τόσο δύσκολο όσο πιστεύουμε, και μπορεί να είναι και λιγότερο χρονοβόρο τελικά από το να βγεις στην αγορά και να ψάχνεις δώρα, μέσα σε γεμάτα μαγαζιά που ζαλίζεσαι στο πεντάλεπτο και σε δρόμους που πάνε σημειωτόν.

Μια φίλη μου το έκανε πράξη. «Έφτιαξα μπισκότα», μου λέει, «πήρα και σακουλάκια, έβαλα μέσα και ένα στολίδι, τέλος. Ένα απόγευμα στην κουζίνα, εσύ πόσα απογεύματα έχεις ξοδέψει για να τρέχεις στα μαγαζιά;»

Μια άλλη, που τελευταία το έχει ρίξει στην κοπτοραπτική, έφτιαξε στολίδια από ρετάλια υφασμάτων και τα μοίρασε σε γνωστούς και φίλους. Κάποιος άλλος μου έλεγε ότι αντάλλαξαν στην παρέα αντικείμενα που είχε ο καθένας σπίτι του και δεν τα χρησιμοποιούσε πια. Κάποιοι άλλοι αντάλλαξαν βιβλία από τη βιβλιοθήκη τους.

Η οικονομική στενότητα δεν κατάφερε να σταματήσει το συνήθειο της ανταλλαγής δώρων στον Έλληνα, αλλά σίγουρα άλλαξε το περιεχόμενο των πακέτων. Έβαλε μέσα περισσότερη σκέψη, προσοχή και μέτρο. Έβαλε πρωτοτυπία και φαντασία, προσωπική σφραγίδα και ταυτότητα, ακόμα και οικολογική ευαισθησία.

Δεν λέω ότι δεν θα ήταν ωραία να είχαμε λεφτά να παίρνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά το γεγονός ότι δεν έχουμε μας έκανε να σκεφτούμε το περιεχόμενο του δώρου. Να το μετρήσουμε με άλλα σταθμά, να «δούμε» τι παίρνουμε. Όταν είχαμε γεμάτα πορτοφόλια, δεν βλέπαμε. Απλώς ξοδεύαμε.

Κι αφού «είδαμε», ίσως τώρα να δίνουμε τα δώρα μας και με περισσότερη αγάπη. Γιατί ακόμα κι ένα μικρό γούρι, ξέρουμε ότι έρχεται πια από το υστέρημα μας.