Υπάρχουν έρευνες που μας εκπλήσσουν με τα ευρήματά τους και άλλες που απλώς επιβεβαιώνουν αυτά που ήδη ξέρουμε. Στην τελευταία έρευνα του Economist για την Παγκόσμια Βιωσιμότητα των πόλεων του πλανήτη, για παράδειγμα, θα μας προκαλούσε εντύπωση αν στην πρώτη θέση δεν ήταν η Βιέννη (που είναι). Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς, από την άλλη, το γεγονός ότι η Αθήνα παραμένει, με τεράστια απόσταση, η τελευταία στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Η έρευνα αξιολογεί 173 πόλεις, με βάση τις επιδόσεις τους σε πέντε κατηγορίες: σταθερότητα, περίθαλψη, πολιτισμός και περιβάλλον, εκπαίδευση, υποδομές. Τα φετινά ευρήματα καταδεικνύουν δύο τάσεις.
Η πρώτη είναι ότι οι μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου –Βιέννη, Κοπεγχάγη, Ζυρίχη, Μελβούρνη και Κάλγκαρι (Καναδάς) αποτελούν την πρώτη πεντάδα– βρίσκονται μεν σταθερά στις κορυφαίες ή υψηλές θέσεις, αλλά τα πηγαίνουν όλο και (λίγο) χειρότερα. Οι αναλυτές αποδίδουν αυτήν την τάση στις κοινωνικές αναταραχές και το υψηλό κόστος ζωής. Συνολικά η ζωή στις πόλεις του πλανήτη βελτιώθηκε μετά την Covid, επισημαίνουν, αλλά δεν απολαμβάνουν αυτήν την ποιότητα όλοι οι κάτοικοί τους εξίσου.
Η δεύτερη τάση είναι ότι οι πλούσιες πόλεις της Μέσης Ανατολής (Ντουμπάι, Τζέντα) ανεβαίνουν αρκετά και σταθερά, αν και μια άλλη πόλη της ευρύτερης περιοχής, η πολύπαθη Δαμασκός, βρίσκεται σταθερά εδώ και κάποια χρόνια στην τελευταία θέση της λίστας. Το Τελ Αβίβ έπεσε αρκετά και το Κίεβο παραμένει χαμηλά, καθώς οι συγκρούσεις επιδεινώνουν την ποιότητα ζωής όλων των εμπλεκομένων σε αυτές, σε διαβάθμιση φυσικά.
Η πόλη της Γάζας δεν βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες που αξιολογήθηκαν. Θα είχε, αν μη τι άλλο, τεράστιο ενδιαφέρον εάν συνέβαινε αυτό.
Τέλος με τις διεθνείς ειδήσεις, πίσω στα δικά μας. Κι εμείς έχουμε μια πρωτιά· ανάποδη. Τελευταίοι στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και στον δυτικό κόσμο γενικότερα, με σκορ 75 στα εκατό. Είμαστε περίπου στο ίδιο επίπεδο κατάταξης με τη Λίμα του Περού, το Βελιγράδι και το Σεντζέν, την υδροκέφαλη βιομηχανική πόλη της Κίνας. Είμαστε, δε, σταθερότατα εκεί και με περίπου το ίδιο σκορ, από το 2014, όταν άρχισε να υπάρχει η λίστα.
Η διαφορά μας από την αμέσως προηγούμενη, Λισαβόνα, είναι δέκα μονάδες. Κοιτάμε από μακριά, σαν απομακρυσμένος πλανήτης, τη συστάδα των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων που είναι όλες δίπλα δίπλα, από το 85% της Λισαβόνας έως το 93,5% της Βιέννης.
Ο Economist μπορεί να κάνει όσες αναλύσεις θέλει για την Αθήνα, αλλά καμία τους δεν θα φτάσει όσα θα σου έλεγε, με δικά του απλά λόγια, ο μέσος Αθηναίος. Ο οποίος, με τη σειρά του, δεν περιμένει τον Economist για να του πει πόση «ποιότητα ζωής» έχει. Το ζει καθημερινά.
Οι πέντε τομείς με βάση τους οποίους γίνεται η κατάταξη δείχνουν εν πρώτοις αρκετά στοχευμένοι, αλλά τελικά περικλείουν όλα εκείνα που καθιστούν βιώσιμη μια πόλη. Εξάλλου, η ετήσια έρευνα δημιουργήθηκε ακριβώς για να μπορούν οι μεγάλες εταιρείες να στοχεύουν σε πόλεις για μετεγκατάσταση των στελεχών και υπαλλήλων τους και να δημιουργούν επιχειρηματικά παραρτήματα. Και ας μείνουμε λίγο σε αυτό.
Πού να τον φέρεις τον άλλον στην Αθήνα; Να του ανοίξει γραφείο η εταιρεία του στη Συγγρού, ας πούμε, και αυτός να βρει (αν βρει) σπίτι στο Μαρούσι (το οποίο θα κοστίζει ένα νεφρό τον μήνα) και να φάει το μισό της υπόλοιπης ζωής του κολλημένος στην Κηφισίας;
Η Αθήνα θέλει γενικώς να προβάλλεται ως πόλη ιδανική. Για τους πάντες.
Για τους digital νομάδες (άλλο που δεινοπαθείς με το πανάκριβο Ιντερνετ, ενώ η ευρυζωνικότητα έχει μείνει στα χαρτιά εδώ και χρόνια)· για εταιρείες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν εδώ (άλλο που η κρίση στέγασης είναι στον θεό, το κόστος ζωής αδιανόητο και οι υποδομές στα όριά τους)· για τους τουρίστες και τους ντόπιους εξίσου (άλλο που οι πρώτοι έχουν πλημμυρίσει τα πάντα και οι δεύτεροι έχουμε φρικάρει, όπως όλοι οι κάτοικοι τουριστικών πόλεων).
Στην πραγματικότητα, η Αθήνα αυτή τη στιγμή δεν είναι πόλη για κανέναν. Η Αθήνα είναι πόλη μόνο για όσους έχουν πολλά χρήματα, ώστε να παρακάμπτουν όλες τις δυσκολίες της και τα ελλείμματά της. Ή για όσους δεν χρειάζεται να βγαίνουν ποτέ από το σπίτι τους και το σπίτι αυτό να είναι ιδιόκτητο και σε καλή περιοχή. Και αυτό επιβεβαιώνει απλώς τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας του Economist, για τη διάσταση που διευρύνεται ανάμεσα στους «προνομιούχους» και μη, κατοίκους των πόλεων.
Συμβαίνει παντού, απλώς στην Αθήνα συμβαίνει πιο πολύ από οπουδήποτε στον δυτικό κόσμο.
Είναι βέβαιον ότι κάποιος θα πεταχτεί να πει «μη συγκρίνεις την Αθήνα με τη Βιέννη», με τι να τη συγκρίνω; Με το Καράτσι; Εξάλλου δεν τη συνέκρινα εγώ, ο Economist το έκανε. Να μην τον ακούμε τον Economist μόνο όταν μας συμφέρουν αυτά που γράφει.
Θα κάνω μια υπόθεση που δεν είναι και τόσο ανυπόστατη: Η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειές της, ο απτόητος υπερτουρισμός, οι πιέσεις που δέχεται ο Ελληνας από τον πληθωρισμό, αλλά και η αδυναμία αναβάθμισης της Υγείας, της Παιδείας και των υποδομών, θα ανοίξουν κι άλλο το χάσμα ανάμεσα στην Αθήνα και τις άλλες δυτικές μεγαλουπόλεις.
Θα περιφερόμαστε μονίμως σε μια εντελώς δική μας Ζώνη του Κάιπερ, στις παρυφές του ηλιακού συστήματος του δυτικού κόσμου, ανίκανοι να πλησιάσουμε, έστω, το κέντρο του.
Η Αθήνα θα συνεχίσει να διαφημίζεται ως «η ωραιότερη πόλη του κόσμου», που θα μπορούσε να είναι, όμως έστριψε σε λάθος δρόμο και έχασε την ευκαιρία. Μια πόλη όπου η απάντηση σε κάθε αίτημα των κατοίκων της είναι «δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα». Δεν είναι η στιγμή εδώ για να το αναλύσουμε αυτό, εάν υπήρξαν χρήματα δηλαδή, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν, ας μείνουμε στο τώρα και στο μετά.
Με το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ελλάδας να ζει σε αυτήν, η Αθήνα δεν είναι παρά ένας καθρέπτης όλης της χώρας. Αυτό που διαπιστώνει η έρευνα του Economist μπορεί θαυμάσια να εξηγήσει όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Μάθαμε να βάζουμε πολύ χαμηλά τον πήχη, σε όλα, και καταλήξαμε να ζούμε πολύ χειρότερα από όλους εκείνους με τους οποίους θεωρητικά ταυτιζόμαστε. Εχουμε αποκτήσει «ανοσία» στις λίστες που μας φέρνουν τελευταίους σε όλα στην ΕΕ. Μάθαμε στο «είμαστε φτωχοί και δεν μπορούμε παραπάνω».
Και όλο αυτό έγινε στην πορεία μια τεράστια δυσαρέσκεια και απογοήτευση. Αυτή που φέρει επάνω του, σαν δεύτερο δέρμα, ο «μέσος» πολίτης της χώρας, χωρίς καν να χρειαστεί να διαβάσει καμία έρευνα και κανέναν Economist.