| Shutterstock / YouTube / CreativeProtagon
Απόψεις

Ο δρόμος, το τσιφλίκι μου

Ενας οδηγός άφησε το αυτοκίνητο του στη μέση του δρόμου στο Χαλάνδρι και έφυγε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να περάσει το λεωφορείο και όποιος άλλος είχε κολλήσει πίσω του. Μια συνηθισμένη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, έτσι; Ο οδηγός φαίνεται να τρέχει προς το αμάξι ζητώντας συγγνώμη, αλλά το πλήθος θέλει να τον συνετίσει δια της φωνής και της βίας. Και πάλι συνηθισμένη μέρα...
Λίλα Σταμπούλογλου

Είναι βέβαιο ότι όλοι έχουμε δει απίστευτα πράγματα να συμβαίνουν στους ελληνικούς δρόμους. Πράγματα που λες, δεν μπορεί να γίνονται, κι όμως, τα βλέπεις μπροστά σου. Κι εκείνο που σε ξαφνιάζει περισσότερο είναι ότι οι οδηγοί – πρωταγωνιστές αυτού του οδικού σουρεαλισμού, μοιάζουν να μην έχουν καμία συναίσθηση της, άνω ποταμών, οδικής συμπεριφοράς τους.

Το βίντεο που ήρθε σαν δωράκι στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο από φίλο, ήταν σκηνή που εκτυλίχτηκε σε δρόμο του Χαλανδρίου προ ολίγων ημερών. Ένας οδηγός άφησε το αμάξι του στη μέση του δρόμου και έφυγε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να περάσει το λεωφορείο και όποιος είχε κολλήσει πίσω του. Μια συνηθισμένη μέρα στους δρόμους της Αθήνας, έτσι; Γιατί, θα το επαναλάβω, όλοι έχουμε δει έναν οδηγό να παρκάρει στη μέση του δρόμου. Όχι απλώς να διπλοπαρκάρει, να το βάζει εκεί που μόνο ρόδες εν κινήσει πρέπει να περνούν.

Εγώ το είδα μια μέρα στη γειτονιά, περιμένοντας να παραλάβω τον καφέ μου. Ένα αμάξι σταμάτησε ακριβώς στη μέση της ασφάλτου και ο οδηγός κατέβηκε να πάρει καφέ. Δεν αγχώθηκε καθόλου, δεν είπε ούτε ένα «κάντε γρήγορα τον καφέ μου, έχω παρκάρει όπως να ‘ναι». Απολύτως χαλαρός, σα να το ευχαριστιόταν κιόλας που έκανε το δρόμο τσιφλίκι του, ήρθε κι έκατσε στην ουρά συνομιλώντας με την ομήγυρη, γείτονες που τους ήξερε και που ούτε ένας από αυτούς δεν του είπε «τι κάνεις άνθρωπε, πώς το σκέφτηκες να αφήσεις το αμάξι σου κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου;»

Αυτοί, βέβαια, δεν βρέθηκαν με όχημα πίσω του, να περιμένουν τον κύριο να πάρει το καφεδάκι του και να φύγει. Γιατί αν βρίσκονταν πίσω από έναν τέτοιο οδηγό και βιάζονταν να πάνε στη δουλειά τους, πάω στοίχημα ότι θα τον έβριζαν. Ως είθισται σ’ αυτή τη χώρα, ασχολούμαστε με τα σφάλματα των άλλων όταν επηρεάζουν κι εμάς. Αν δεν μας επηρεάζουν, τα βλέπουμε και δεν σηκώνουμε ούτε το δαχτυλάκι μας να τα δείξουμε, πόσο μάλλον να διαμαρτυρηθούμε.

Στο Χαλάνδρι πάντως, για να επιστρέψω στην ιστορία, τον οδηγό τον περίμενε μια στρατιά περαστικών για να τον βάλει στη θέση του. Αισιόδοξο, θα σκεφτεί κανείς, που τυχαίοι περαστικοί στάθηκαν μπροστά στο λάθος και δεν το προσπέρασαν. Θα ήταν αισιόδοξο, αν υπήρχε ψύχραιμη προσέγγιση και όχι λεκτικές επιθέσεις που κόντεψαν να παρεκτραπούν σε λιντσάρισμα, όπως έγινε στο Χαλάνδρι.

Ο οδηγός στο βίντεο φαίνεται να τρέχει προς το αμάξι ζητώντας συγγνώμη, αλλά το πλήθος θέλει να τον συνετίσει λίγο περισσότερο δια της φωνής και της βίας. Τον έχουν περικυκλώσει και, συσπειρωμένοι σ’ έναν όχλο που φωνασκεί με μίσος, δεν τον αφήνουν να φύγει. Θα μπορούσαν, απλώς, να φωνάξουν την αστυνομία. Να σηκώσουν όλοι μαζί τα κινητά τους και να φωτογραφίσουν τις πινακίδες αυτού του κυρίου και το άκυρο παντελώς σημείο που επέλεξε να παρκάρει.

Το ότι επέλεξαν το δρόμο της έντασης και της βίας, ένα μπούλινγκ που δικαιολογείται κάτω από τον χαρακτηρισμό «ένοχος», δείχνει πολλά για τη νοοτροπία μας και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα κακώς κείμενα, όταν αποφασίζουμε να διαμαρτυρηθούμε γι’ αυτά. Αντί να μπει μπροστά η λογική, μπαίνει το θυμικό. Και με κινητήρια δύναμη αυτό κυρίως, βγάζουμε πάνω στον άλλο τα απωθημένα μας. Ξεδίνουμε μέσω μιας αντίδρασης που φέρει πάνω της τα νεύρα μας και να πετάει με δύναμη στον κακό, τον φταίχτη.

Εκεί ξεχνάμε ότι μπορεί κι εμείς να έχουμε κάνει αντίστοιχα σφάλματα. Ξεχνάμε, για παράδειγμα, μιας και μιλάμε για οδική συμπεριφορά, ότι έχουμε παρκάρει σε ράμπες και σε πάρκινγκ ΑΜΕΑ, ξεχνάμε τα διπλοπαρκαρίσματα, ξεχνάμε τα κόκκινα φανάρια που έχουμε περάσει, τη λωρίδα ΛΕΑ που κάνουμε επίσης τσιφλίκι μας για να μην καθυστερούμε, τα ξεχνάμε όλα. Μπροστά μας υπάρχει μόνο ο κύριος που πάρκαρε στη μέση του δρόμου. Το κόκκινο πανί που, σαν μαινόμενοι ταύροι, θα ορμήσουμε πάνω του.