Ο Γιάννης Δραγασάκης (δεξιά) και στο φόντο ο Στέφανος Κασσελάκης με τον Γούντι Αλεν που μοιάζει κάτι κάτι να του λέει | Shutterstock / InTime News / Creative Protagon
Απόψεις

Ο Δραγασάκης, ο Τσίπρας και ο Κασσελάκης – Γούντι Αλεν

Αν το κόμμα μπορούσε να αποτελέσει κομμάτι μιας κεντροαριστερής σύγκλισης, ο Γιάννης Δραγασάκης δεν επρόκειτο να κόψει με τόσο επιθετικό τρόπο τους δεσμούς του με αυτόν τον χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στ. Κασσελάκη, υιοθετεί μια λογική λαϊκού προσωποπαγούς κόμματος που δεν μπορεί να συγχωνευθεί με κανένα άλλο σχέδιο
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Μετά την εντυπωσιακή νίκη του Στέφανου Κασσελάκη στον Α’ γύρο των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ με 45%, στις 17 του περασμένου Σεπτέμβρη, διάφορα σενάρια άρχισαν να εξυφαίνονται ανάμεσα στα παραδοσιακά στελέχη του κομματικού μηχανισμού που έβλεπαν αρνητικά αυτή την εξέλιξη. Ενα από αυτά, ίσως το πιο φιλόδοξο, ήταν αυτό της «εκκένωσης της Κουμουνδούρου». Το σχέδιο ήταν, σε περίπτωση νίκης του Κασσελάκη στον Β’ γύρο, που άρχιζε να φαίνεται πολύ πιθανή, ο μηχανισμός του κόμματος να αποχωρήσει σύσσωμος και συντεταγμένα και να αποτελέσει την επόμενη κιόλας μέρα το κέλυφος ενός νέου κόμματος που θα ήταν η πραγματική συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Ο νέος πρόεδρος θα έμενε έτσι μόνος με τους τοίχους των γραφείων και τους χωρίς οργάνωση και πολιτική εμπειρία οπαδούς του.

Τα νεκροταφεία της Ιστορίας βέβαια, είναι γεμάτα από τέτοιες μεγάλες ιδέες διασπάσεων που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Οι διασπάσεις –και ιδιαίτερα αυτές της Αριστεράς— σπανιότατα εξελίσσονται στην ταχύτητα και τα μεγέθη που φαντάζονται οι οργανωτές τους. Και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Εκείνοι που θα έφευγαν το ίδιο βράδυ, χρειάστηκαν δύο μήνες συνομιλιών με το μαξιλάρι τους, και πάλι έφυγαν τμηματικά και μάλλον σπρωγμένοι παρά αγέρωχοι. Καθώς μάλιστα η σύγκρουση ανάμεσα στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη δεν σταμάτησε, ούτε οι αποχωρήσεις στελεχών, και όσο γινόταν σαφές ότι είναι ο δεύτερος αυτός που είναι πιο αποφασισμένος για τη ρήξη, ένα συμπέρασμα προέκυπτε αβίαστα. Αντί να «εκκενώνουν την Κουμουνδούρου» οι διαφωνούντες, μάλλον του άδειαζαν τη γωνιά. 

Η αποχώρηση του Γιάννη Δραγασάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ –και μάλιστα με ανάρτηση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και όχι μέσα στα όργανα- αποτελεί μάλλον σημείο καμπής σε αυτή τη διαδικασία. Ο 77χρονος πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ουδέποτε υπήρξε ή διεκδίκησε να είναι θεματοφύλακας της «αριστεροσύνης» στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, υπήρξε πάντοτε η «γέφυρα» του κόμματος με το σύστημα που αυτό πραγματικά ή φαντασιακά πολεμούσε. Υπουργός ήδη στην οικουμενική κυβέρνηση του 1989, ήταν αυτός που διατηρούσε ανοιχτή γραμμή με το τραπεζικό σύστημα, αυτός που διαφωνούσε ανοιχτά με το δημοψήφισμα του 2015 και επιχείρησε να το ματαιώσει, αυτός που ανέλαβε το φάγωμα του Γιάνη Βαρουφάκη αμέσως μετά από αυτό. Αν αυτή τη στιγμή αποχωρεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με ένα πολύ απαξιωτικό κείμενο αυτό σημαίνει δύο πράγματα.

Το πρώτο, ότι παρά τις βιαστικές και ελαφριές εκτιμήσεις που ακολούθησαν την εμφάνιση Κασσελάκη, ότι ο Ελληνο-αμερικανός επιχειρηματίας εκφράζει τη διάθεση ανοίγματος του κόμματος προς το Κέντρο, την ώρα που ο παραδοσιακός μηχανισμός του την εμποδίζει, συμβαίνει μάλλον το ανάποδο. Δηλαδή την ώρα που η πραγματικότητα στρέφει όλα τα παλιά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια λογική Κεντροαριστεράς (άσχετα αν για κάποιους εξ αυτών αυτό αποτελεί πάγια στρατηγική επιλογή, ενώ άλλοι ποιούν την ανάγκη φιλοτιμία), ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στ. Κασσελάκη, υιοθετεί μια λογική λαϊκού προσωποπαγούς κόμματος (που ανθεί στην Ευρώπη), η οποία μπορεί να πετύχει, μπορεί να αποτύχει, αλλά δεν μπορεί να συγχωνευθεί με κανένα άλλο σχέδιο.

Το δεύτερο, ότι δεν διαφαίνεται καμία απολύτως πιθανότητα να αντιστραφεί η σημερινή πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και να μετατραπεί αυτός σε μια δυνητική συνιστώσα μιας ευρύτερης κεντροαριστερής ένωσης. Δηλαδή, ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση η όποια σημερινή εσωκομματική αντιπολίτευση στον Στ. Κασσελάκη —είτε αυτή των λεγόμενων «τσιπρικών» είτε κάποια άλλη— να απειλήσει την εσωτερική ηγεμονία του προέδρου στο κόμμα. Και σίγουρα ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα αποκτήσει ποτέ ξανά λόγο στο τι κάνει το κόμμα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είτε αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να αποτελέσει κομμάτι μιας κεντροαριστερής σύγκλισης είτε αν υπήρχε πιθανότητα να αλλάξουν οι εσωτερικοί συσχετισμοί ώστε να μετατραπεί σε τέτοιο, ο Γιάννης Δραγασάκης δεν επρόκειτο να κόψει με τόσο επιθετικό τρόπο τους δεσμούς του με αυτόν τον χώρο.

Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δει κανείς και τις τελευταίες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ: σχετικοποιημένες. Στην τελευταία Πολιτική Γραμματεία, οι διαφωνούντες απαίτησαν να στηλιτευτεί δημόσια η συμπεριφορά του Παύλου Πολάκη προς τη Μαρία Συρεγγέλα σε τηλεοπτικό πλατό και να πληρωθούν άμεσα οι εργαζόμενοι στα Μέσα του κόμματος. Ο Στ. Κασσελάκης απέρριψε το πρώτο και ως προς το δεύτερο απάντησε ότι τα λεφτά του κόμματος δεν φτάνουν ούτε για να στήσει εξέδρα στη ΔΕΘ. Στη συνέχεια, τηλεφώνησε στην βουλευτίνα της ΝΔ για να της ζητήσει συγγνώμη και κατέβαλε έναν μισθό στους εργαζόμενους στα Μέσα.

Σε έναν από τους διάσημους ειρωνικούς αφορισμούς του, ο Γούντι Αλεν λέει ότι «ωριμότητα είναι να κάνεις κάτι, παρότι στο προτείνουν οι γονείς σου». Ισως για τον Στ. Κασσελάκη, ένα δείγμα πολιτικής ωριμότητας να είναι ότι κάνει πράγματα παρότι τα προτείνουν οι υποστηρικτές του Τσίπρα.