«Οταν ανακοινώθηκα, κάποιοι έλεγαν ότι δεν θα φτιάξω ούτε ψηφοδέλτιο και υπήρχε και μεγάλος φόβος μη βγω πέμπτος, αλλά περάσαμε τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ. Κάναμε μια μεγάλη νίκη και είμαι πολύ χαρούμενος», ανέφερε το βράδυ της Κυριακής ο Χάρης Δούκας, υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ για τον Δήμο της Αθήνας. Και η αλήθεια είναι ότι η βασική ανησυχία στη Χαριλάου Τρικούπη ήταν η «αναγνωρισιμότητα», το γεγονός ότι ο καθηγητής Ενεργειακής Πολιτικής και Διοίκησης δεν ήταν γνωστός στο ευρύ κοινό.
Επιμένοντας σε ένα μετριοπαθές προφίλ και εκμεταλλευόμενος τη διαρκή καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Δούκας ξεπέρασε τον κομματικό υποψήφιο της Κουμουνδούρου, Κώστα Ζαχαριάδη, λαμβάνοντας ποσοστό 14,19%. Ετσι μπήκε στον δεύτερο γύρο με αντίπαλο τον νυν δήμαρχο, Κώστα Μπακογιάννη, ο οποίος απέσπασε σχεδόν τριπλάσιο ποσοστό (41,35%) καταγράφοντας προβάδισμα άνω των 27 ποσοστιαίων μονάδων.
Οχι πολύ μακριά από το σημείο που έκανε την Κυριακή τις δηλώσεις του ο κ. Δούκας, ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης, μιλούσε κι αυτός στις κάμερες. Μετά τη χαμηλή πτήση των υποψηφίων του κόμματος, διαπίστωνε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει «μεγάλη παρουσία στον κοινωνικό ιστό της χώρας» και αναζητούσε σανίδα σωτηρίας στο ΠΑΣΟΚ, χαρακτηρίζοντας «εξαιρετική» την υποψηφιότητα Δούκα –όπως φυσικά και του Ζαχαριάδη.
Επέλεγε, έτσι, ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μια πολιτική γραμμή η οποία προφανώς προέκυψε έπειτα από διαβούλευση με τους συνεργάτες του. Για τους έμπειρους πολιτικούς παρατηρητές, το ζήτημα δεν ήθελε και πολλή σκέψη. Για ένα κόμμα που έχει πάρει τον κατήφορο, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πρώτος στόχος είναι να βρεθεί ένα «στοπ» που θα ανακόψει την κατρακύλα. Και το επικοινωνιακό αυτό «στοπ» τη βραδιά του δεύτερου γύρου θα μπορούσε να είναι το «επιχείρημα» ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω από την ενίσχυση των ποσοστών του κ. Δούκα.
Ιδιαίτερα, δε, αν ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ υπερδιπλασιάσει το 14,19% του πρώτου γύρου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να ισχυριστεί ότι αυτός δίνει δυναμική στη «δημοκρατική παράταξη». Ή, αλλιώς, με τα λόγια του κ. Κασσελάκη την περασμένη Κυριακή, ότι «υπάρχουν ευκαιρίες από εδώ και πέρα για να χτίσουμε τη μεγάλη προοδευτική παράταξη η οποία θα κυβερνήσει τον τόπο μας».
Οσο και αν έχουν απαξιωθεί με την πάροδο του χρόνου (για λόγους πολιτικής ουσίας αλλά και πολιτικής αισθητικής), ο Πολάκης και ο Παππάς –εξ απορρήτων και οι δύο του κ. Κασσελάκη– δεν στερούνται δυνατοτήτων στο πεδίο του τακτικισμού. Βεβαίως, για να είχε πιθανότητες επιτυχίας οποιοδήποτε τέτοιο σχέδιο, θα έπρεπε να δεχθεί να συμπράξει και το ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Ζαχαριάδης, ακολουθώντας την απόφαση του κόμματος –την οποία άλλωστε διατύπωσε ανοικτά ο κ. Κασσελάκης– ζήτησε αυτή τη βδομάδα ραντεβού από τον κ. Δούκα. Ο τελευταίος, ρωτώντας πιθανόν και τη γνώμη του Νίκου Ανδρουλάκη, δέχθηκε.
Η «πρόβα γάμου» έγινε. Δούκας και Ζαχαριάδης συναντήθηκαν την Τρίτη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά, φωτογραφήθηκαν μαζί και ζήτησαν «να ηττηθεί» ο Κώστας Μπακογιάννης. Ο κ. Δούκας ήταν βεβαίως πιο μαζεμένος στις δηλώσεις του, ίσως γιατί στο μεταξύ –κάπως καθυστερημένα είναι αλήθεια– στη Χαριλάου Τρικούπη είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τι επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος στο κάτω-κάτω δεν χρειάζεται να νικήσει ο Χάρης Δούκας, του αρκεί (αν δεν το προτιμά κιόλας, που είναι το πιθανότερο) ο υπερδιπλασιασμός του ποσοστού του, ώστε να καπελώσει ρητορικά το ΠΑΣΟΚ.
Ο εναγκαλισμός του κ. Δούκα από το (εν πολλοίς πολακικό) σχήμα του κ. Κασσελάκη και από πρόσωπα όπως ο Παππάς, η Αυγέρη και η Τζάκρη, είναι από μόνος του πρόβλημα. Στα μάτια των μετριοπαθών Αθηναίων ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ (μόνος του ή σε συνεργασία με τον κ. Ανδρουλάκη) κατέστησε παράγοντα της πολιτικής εξίσωσης της κυριακάτικης κάλπης το σκιάχτρο του ΣΥΡΙΖΑ και τα πρόσωπα που το συνοδεύουν. Διότι, δυστυχώς για τον ίδιο, δεν υπάρχουν και πολλοί που θα ήθελαν να δουν τους Παππά και Πολάκη να πανηγυρίζουν το βράδυ της Κυριακής.