Αφίσα στο κέντρο της Αθήνας κατά της Ανγκελα Μέρκελ και των ευρωπαϊκών τραπεζών, η οποία απεικονίζει τη γερμανίδα καγκελάριο ως ναζί | ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ/IntimeNews
Απόψεις

Ο αντιγερμανισμός είναι ο νέος αντιαμερικανισμός;

Περίπου οι μισοί Ελληνες θεωρούν πως η λέξη «Γερμανοί» σηματοδοτεί κάτι κακό. Αντίθετα, στο άκουσμα της λέξης «Αμερικανοί» η πλειοψηφία αντιδρά θετικά. Ο «αντιαμερικανισμός» λοιπόν δεν αποτελεί πλέον κυρίαρχο συναίσθημα στην ελληνική κοινή γνώμη. Ο αντιγερμανισμός φαίνεται πως τον έχει εκτοπίσει από τις καρδιές μας
Νίκος Μαραντζίδης

Αν ο αντιαμερικανισμός είναι ο σοσιαλισμός των ηλιθίων, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση, τότε πώς ακριβώς ερμηνεύεται ο αντιγερμανισμός, που τον αντικατέστησε στην Ελλάδα της εποχής του Μνημονίου, αναρωτιόταν ο καθηγητής Στάθης Καλύβας σε ένα άρθρο του στην «Καθημερινή» τον Μάρτιο του 2015, και συνέχιζε: «Αναμφίβολα, [ο αντιγερμανισμός] υπήρξε βολικό όχημα πολιτικής αναρρίχησης για εκείνους που, όπως πλέον αποδεικνύεται πανηγυρικά, δεν είχαν καμιά ουσιαστική πρόταση για την έξοδο από την κρίση. Υπήρξε ακόμη ένας εύχρηστος στόχος για όσους ήθελαν να αποφύγουν να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να αναγνωρίσουν τις κοινές τους ευθύνες. Γνωστά και προφανή όλα αυτά, αλλά δεν εξηγούν την ευκολία με την οποία η επιχείρηση αυτή έπιασε»1. Με άλλα λόγια, πώς και γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, από το 2010 μέχρι και σήμερα, σε ανθρώπους όπως η Κωνσταντίνα, ο Πασχάλης, η Αναστασία ή ο Στρατής, σε καθημερινούς ανθρώπους δηλαδή, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προηγούμενη πολιτική εμπλοκή και χωρίς απαραίτητα να ταυτίζονται οι απόψεις τους σε άλλα ζητήματα, αναπτύχθηκαν τόσο ισχυρά αισθήματα εναντίον της Γερμανίας;

Η αλήθεια είναι πως με την κρίση ο δημόσιος λόγος εμπλουτίστηκε. Στην αρχή, το 2010, στο λεξιλόγιό μας εισήλθαν τα spreads, η διαφορά επιτοκίου μεταξύ του κρατικού ομολόγου της Γερμανίας και του αντίστοιχου ελληνικού, η αυξομείωση των οποίων φανέρωνε το κόστος και τη δυνατότητα δανεισμού μας από τις αγορές. Από τη μία η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, μπορούσε να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια, από την άλλη η Ελλάδα του δημοσιονομικού προβλήματος δανειζόταν, όσο ακόμη είχε τη δυνατότητα, με πολύ υψηλότερα από τα γερμανικά επιτόκια. Γρήγορα η κοινή γνώμη εμπλούτισε το λεξιλόγιό της και με λιγότερο τεχνικές έννοιες, ιστορικού θα λέγαμε περιεχομένου, όπως «γερμανοτσολιάδες», «κυβερνήσεις προδοτών», «κατοχικές κυβερνήσεις», «Τσολάκογλου» και άλλες, έννοιες που παρέπεμπαν ευθέως στη γερμανική κατοχή της Ελλάδας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύντομα, το αμάλγαμα χαρακτηρισμών και τεχνικών όρων θα συμπλήρωναν και τα πρόσωπα της καγκελαρίου Μέρκελ και του υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε.

Είναι επίσης αλήθεια πως η Γερμανία δεν είναι για την κουλτούρα μας μια άγνωστη μακρινή χώρα. Έχει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία μας, με τους δεσμούς μας όμως ούτε να ξεκινούν ούτε να εξαντλούνται στη δεκαετία του ’40. Αν ειδικά πάμε και πιο πίσω, το 1833, ο πρώτος βασιλιάς του νεοσύστατου ελληνικού κράτος μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ήταν ο Όθων, δευτερότοκος υιός του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’. Επί των ημερών του ουσιαστικά διαμορφώθηκε η Αθήνα και οικοδομήθηκαν τα κτίρια-σύμβολα επί της σημερινής οδού Πανεπιστημίου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960, η Δυτική Γερμανία αποτέλεσε χώρα υποδοχής για πολλούς Έλληνες μετανάστες. Στις μέρες μας, η Γερμανία αποτέλεσε και πάλι χώρα υποδοχής για Έλληνες που αναζητούσαν μια καλύτερη προοπτική, αυτή τη φορά όχι ως ανειδίκευτοι εργάτες αλλά ως εξειδικευμένο προσωπικό και επιστήμονες, όπως μηχανικοί, ιατροί, κ.ά.

Όμως για την ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως τα χρόνια της κρίσης, φαίνεται πως κάθε άλλο παρά θετικές είναι οι σκέψεις για τη Γερμανία και τους δεσμούς της με την Ελλάδα. Κάθε αναφορά σε αυτήν ουσιαστικά παραπέμπει στη χώρα κατακτητή και αντίπαλό μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά σε μια χώρα σύμμαχο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναφορά στα τεχνολογικά της επιτεύγματα συνοδεύεται από σκάνδαλα διαφθοράς και διαπλοκής ανάμεσα σε γερμανικές εταιρείες και Έλληνες πολιτικούς και όχι στην ποιότητα των παραγόμενων γερμανικών προϊόντων. Η περίοδος της κρίσης και οι πολιτικές διαχείρισης που προτάθηκαν από τους Ευρωπαίους παρομοιάζονται χαρακτηριστικά με την περίοδο της ναζιστικής κατοχής.

Σχεδόν στερεοτυπικά η αντίληψη περί Γερμανίας παραπέμπει σε κάτι σταθερά αρνητικό, ενώ το Μνημόνιο, αντί για ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας, μια έμπρακτη απόδειξη αλληλεγγύης, θεωρείται ένα γερμανικής έμπνευσης και εκτέλεσης σχέδιο κατάκτησης. Εντέλει, όπως δείχνει και η έρευνα «Τι πιστεύουν οι Έλληνες» της διαΝΕΟσις του 2018, για την πλειοψηφία των Ελλήνων (50,9%) οι Γερμανοί αντιπροσωπεύουν «κάτι κακό».

Μπορεί κατά τη διάρκεια των Μνημονίων η τεχνική συζήτηση για τα spreads να περιορίστηκε σημαντικά, καθώς τα δάνειά μας πλέον ήταν χαμηλότοκα και εκτός των αγορών, όμως η συζήτηση για τους «γερμανοτσολιάδες» απέκτησε εύρος και διάρκεια. Ο Στρατής αναρωτιόταν: «Ώς πότε; 1941-2012. Όχι στην κατοχή», προφανώς αισθανόμενος ότι η γερμανική κατοχή δεν τελείωσε το 1944. Σε άλλη ανάρτησή του στη σελίδα του στο Facebook, πάλι, θα πρόβαλε τα πρόσωπα των επικεφαλής των κομμάτων της συγκυβέρνησης ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ πλάι σε φωτογραφία αξιωματικών των SS.

H γερμανική πολιτική ηγεσία έγινε αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης. Όχι συμπτωματικά, η Ελλάδα της κρίσης, από το 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2017, άλλαξε 4 πρωθυπουργούς και 6 υπουργούς Οικονομικών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσιακοί), που όλοι έβρισκαν απέναντί τους τα ίδια πρόσωπα: την καγκελάριο Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε. Όμως αυτό δεν φαίνεται να καθιστά τους γερμανούς πολιτικούς πιο αξιόπιστους στα μάτια της κοινής γνώμης.

Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα μιας σατιρικής εκπομπής τον Φεβρουάριο του 2015 ο δημοσιογράφος σταματάει πολίτες στο κέντρο της Αθήνας και τους ζητάει να χαρακτηρίσουν τη φράση που θα τους πει. Σταματάει μια παρέα τριών νεαρών κοριτσιών: «Πώς θα χαρακτηρίζατε τον έλληνα πολιτικό που ισχυρίζεται πως ο Σόιμπλε αποτελεί την πνευματική δύναμη της Ευρώπης;». «Ηλίθιο», απαντούν εκείνες, η μια μετά την άλλη, χωρίς να το σκεφτούν ιδιαίτερα. Ο δημοσιογράφος επανέρχεται ρωτώντας εκ νέου: «Δηλαδή ο κύριος Βαρουφάκης είναι ηλίθιος;». «Όχι», απαντούν και οι τρεις, σχεδόν με μία φωνή.

Στο ίδιο απόσπασμα, ο δημοσιογράφος σταματά έναν ηλικιωμένο, θέτοντάς του το ίδιο ερώτημα. Αυτός απαντά αμέσως. «Δεν ξέρει τι του γίνεται ο έλληνας πολιτικός». Ο δημοσιογράφος επανέρχεται: «Δηλαδή, δεν ξέρει τι του γίνεται ο κύριος Βαρουφάκης;». «Ο κύριος Βαρουφάκης για να το λέει, θα έχει τους λόγους του», μεταστρέφεται. Ανάμεσα στον Σόιμπλε και τον Βαρουφάκη, ο δεύτερος φαίνεται να υπερέχει σε αξιοπιστία, σχέδιο και γνώσεις. Τουλάχιστον για τους αποκρινόμενους σε εκείνο το απόσπασμα της σατιρικής εκπομπής το 2015.

Ο αντιγερμανισμός διαχύθηκε τόσο έντονα στην ελληνική κοινωνία, ώστε εκδηλώθηκε ακόμη και σε πιο πρακτικά και καθημερινά ζητήματα. «Σκέφτομαι να αγοράσω ένα νέο αυτοκίνητο για τη γυναίκα μου», ξεκινούσε τη συζήτηση ο Νίκος θέλοντας να πάρει τη γνώμη των συνομιλητών του. «Δεν με νοιάζει τόσο η τιμή όσο η ασφάλεια. Θέλω ένα καλό αυτοκίνητο, αλλά δεν θέλω να πάρω γερμανικό. Δεν θέλω να τους δώσω άλλα χρήματα», συνέχιζε. Περιέγραφε ένα πρακτικό πρόβλημα. Ήταν άλλες οι προτιμήσεις του, όμως είχε ισχυρούς περιορισμούς, κυρίως συναισθηματικούς. «Τελικά τι έκανες, Νίκο;» θα τον ρωτούσαν ύστερα από λίγο καιρό οι συνομιλητές του. «Πήρα γερμανικό», θα απαντούσε αυτός. Και θα συμπλήρωνε: «Τι να έκανα; Τα κάνουν πολύ καλά, οι αλήτες».

Σε καταστάσεις κρίσης σαν τη σημερινή, η κληρονομιά του παρελθόντος κάνει αισθητή την παρουσία της στο παρόν. Η μνήμη του ναζισμού επηρεάζει καταλυτικά την εικόνα που έχει η ελληνική κοινή γνώμη για τη σύγχρονη Γερμανία. Τα ΜΜΕ αναπαρήγαν συχνά «γελοιογραφίες» της καγκελαρίου και του υπουργού Οικονομικών ντυμένων με τη στολή των SS, ενώ το Μνημόνιο στη συνείδηση πολλών Ελλήνων είναι καθαρά γερμανική ιστορία.

Όπως και ο Στρατής το 2012, έτσι και χιλιάδες ακόμη Έλληνες ισχυρίζονταν πως «τα μέτρα που προτείνει η Γερμανία για την Ελλάδα δεν είναι μέτρα ανάπτυξης, είναι μέτρα κατάκτησης», προσδίδοντας στη διαπραγμάτευση της χώρας με τους δανειστές χαρακτηριστικά διμερούς πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Μάλιστα το ηθικό μήνυμα που προέκυπτε ήταν έντονα συγκινησιακό: η κατάκτηση απέναντι στην ελευθερία. Αυτό, εξάλλου, έγραφε σε γνωστή αντιμνημονιακή τότε ιστοσελίδα ο Μάκης: «Καλύτερα να πεινάω χαμογελαστός και με ψηλά το κεφάλι προσβλέποντας σ’ ένα καλύτερο μέλλον, παρά να πεινάω ταπεινωμένος ως υπηρέτης των Γερμανών χωρίς μέλλον και χωρίς ελπίδα». Κάπως έτσι η Κωνσταντίνα, που το αντιγερμανικό κλίμα την είχε προλάβει στο χωριό όπου επέλεξε να ζήσει μετά το ξέσπασμα της κρίσης ασχολούμενη με τη γεωργία, υπό καθεστώς ψυχολογικής φόρτισης έκανε την εξής ανάρτηση: «Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να σκλαβώσει την πατρίδα που γεννήθηκα!».

Ο διάχυτος αντιγερμανισμός έφτασε σε ένα κρεσέντο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν πλέον κυβέρνηση, και οι διαπραγματεύσεις –υπό τη νέα τους μορφή, με τα πήγαινε-έλα στο Χίλτον και όχι στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους ή στο Υπουργείο Οικονομικών όπως συνέβαινε πριν από το 2015–, δημιούργησαν από τον Φεβρουάριο του 2015 ένα δραματοποιημένο τοπίο που ευνοούσε τα πάθη. Ο Στρατής εκείνον τον μήνα απεύθυνε συνεχείς εκκλήσεις για αντιστασιακή δράση: «Δεύτερη φορά μάς επιτίθεται η Γερμανία. Χτυπήστε τους εκεί που πονάνε. Μποϊκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα».

Σε εκείνον τον πυρετό όμως της κοινής γνώμης αντιδρούν παρόμοια και άνθρωποι πιο ήπιοι. Η Ευθυμία, γιατρός στο επάγγελμα, παρότι γενικά δεν ασχολιόταν έντονα ή συστηματικά με την πολιτική –καθώς προτιμούσε τις εθελοντικές πολιτιστικές δραστηριότητες σε τοπικούς συλλόγους– αντιμετώπισε το 2015 ως ένα έτος ορόσημο. Συνεσταλμένα στην αρχή, περισσότερο δραστήρια στη συνέχεια, δήλωνε την ανησυχία της όλο και πιο έντονα: «Η χώρα μου σκλαβώνεται», έγραφε. Πολλές φορές συνόδευε τις αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με γελοιογραφίες ενδεικτικές των αρνητικών συναισθημάτων της για τους Γερμανούς πολιτικούς. Πριν από το δημοψήφισμα είχε αναρτήσει ένα σκίτσο που εμφάνιζε τον χάρο καθισμένο σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, να περνά μπροστά από τις παραταγμένες στη σειρά σημαίες των κρατών-μελών της ΕΕ και να σκίζει με το δρεπάνι του την ελληνική σημαία. Τι πιο χαρακτηριστικό δείγμα αντίθεσης με τη Γερμανία, συνοδευόμενο μάλιστα με ένα ρατσιστικό υπονοούμενο για έναν άνθρωπο που τον βλέπει ως πολιτικό της αντίπαλο; Παλιότερα, τέτοιες αναρτήσεις θα προκαλούσαν και την ίδια την Ευθυμία.

Στην έρευνα της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για το ΕΛΙΑΜΕΠ το 2016, η Γερμανία, συγκρινόμενη τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με τις ΗΠΑ, συγκέντρωνε πολύ πιο αρνητικές απόψεις. Δεδομένης και της διαχρονικά αρνητικής εικόνας της κοινής γνώμης για την Αμερική, τα ευρήματα είναι αξιοσημείωτα. Στις ημέρες μας πλέον οι ΗΠΑ παρουσιάζουν καλύτερο ισοζύγιο θετικών-αρνητικών απόψεων.

Παρόμοια αποτύπωση παρατηρούμε και σε άλλες έρευνες. Οι μισοί περίπου Έλληνες θεωρούν πως η λέξη «Γερμανοί» σηματοδοτεί κάτι κακό. Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι άμεση η συσχέτιση κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών μας με τη στάση μας απέναντι στη Γερμανία και τους Γερμανούς. Η αρνητική διάθεση συνδέεται με την οικονομική κατάσταση και το μορφωτικό επίπεδο. Όσοι δηλώνουν πως αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αντιπάθειας προς τη Γερμανία από τον μέσο όρο του πληθυσμού. Αντίθετα, στο άκουσμα της λέξης «Αμερικανοί» η πλειοψηφία αντιδρά θετικά. Σε μια αντεστραμμένη εικόνα, σε σχέση με τα συναισθήματα που προκαλούν οι «Γερμανοί», ένας στους δύο θεωρεί τον αντιγερμανισμό κάτι «καλό», μάλιστα στις νεαρές ηλικίες (17-34) συγκεντρώνει και την πιο υψηλή αποδοχή. Ο «αντιαμερικανισμός» λοιπόν δεν αποτελεί πλέον κυρίαρχο συναίσθημα στην ελληνική κοινή γνώμη. Ο αντιγερμανισμός φαίνεται πως τον έχει εκτοπίσει από τις καρδιές μας, καταλαμβάνοντας τη θέση του.


Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο των Νίκου Μαραντζίδη και Γιώργου Σιάκα «Στο όνομα της αξιοπρέπειας» το οποίο κυκλοφορεί την ερχόμενη Δευτέρα, 4 Φεβρουαρίου, από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ο Γιώργος Σιάκας είναι διευθυντής ερευνών της Μονάδας Ερευνών του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας