Είχαν πάει πια μεσάνυχτα όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης βγήκε την Κυριακή να κάνει δηλώσεις για το αποτέλεσμα – τελευταίος, το λες και περίεργο για έναν αρχηγό που θα πανηγύριζε ότι «έσπασε τη γαλάζια κυριαρχία στον χάρτη». Οντως την είχε σπάσει, αλλά 60 ώρες αργότερα τουλάχιστον έξι βουλευτές του θα τον αναγνώριζαν ως καλό, ενδεχομένως, για περιφερειάρχη ανατολικής Κρήτης, αλλά μάλλον όχι για αρχηγό τους – και σίγουρα όχι για επόμενο ηγέτη της Κεντροαριστεράς.
Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι ευρωκάλπες, που τάχα μου δεν θα παρήγαγαν πολιτικό αποτέλεσμα, τελικά μια χαρά τα κατάφεραν. Καταρχάς και κυρίως έδειξαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι θνητός και ματώνει – αλλά ποιος θα τον αντικαταστήσει; Και αυτό το ερώτημα έφερε τους δύο άλλους απέναντι, αν όχι στη διάθεση των γεγονότων, που έλεγε ο Ταλεϋράνδος, τουλάχιστον στον καθρέφτη του μπάνιου τους. Ο Στέφανος Κασσελάκης κοιτάχτηκε, είδε το αποτέλεσμα και έφυγε στις Σπέτσες για να κρυφτεί δυο μέρες. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είδε και αυτός κάποια πράγματα. Και δεν είναι καλά. Για να μην το κουράζουμε, σε μια κάλπη που ο πρώτος έχασε 13 μονάδες και ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους και ο δεύτερος είχε για αρχηγό έναν τύπο σαν τον Κασσελάκη, ο Ανδρουλάκης ήρθε τρίτος.
Ομως εδώ μιλάμε πια για την επόμενη μέρα της χώρας και το κενό δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ ακόμα κενό. Και αν θέλετε, το ΠΑΣΟΚ, ο χώρος της Κεντροαριστεράς, είναι πολύ σημαντικά μεγέθη και πολύ ιστορικά, με τεράστια συμβολή στην πορεία της χώρας, για να έχουν ταβάνι το 12,79% και μισό εκατομμύριο aficionados της πασοκικής νοσταλγίας ή μιας σοσιαλδημοκρατίας που δεν την πολυπαλεύει με τα εγγλέζικα.
Σύμφωνοι, όσοι γνωρίζουν τον Νίκο Ανδρουλάκη από τα φοιτητικά του χρόνια έχουν να λένε για το οργανωτικό του χάρισμα. Επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, σε δύο εσωκομματικές εκλογές: το 2017, όταν επικράτησε στις εσωκομματικές η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, ο Ανδρουλάκης πέρασε άνετα στον β’ γύρο (απέναντι σε Γιώργο Καμίνη και Σταύρο Θεοδωράκη) και το 2021, όταν μετά τη βαριά απώλεια της Γεννηματά, πέτυχε σαρωτική νίκη με αντίπαλο στον β’ γύρο έναν πρώην πρωθυπουργό και έναν άνθρωπο με τεράστιο επώνυμο, τον Γιώργο Παπανδρέου.
Από τη 12η Δεκεμβρίου του 2021, όμως, ως τη 12η Ιουνίου του 2024, πέρασαν 913 ημέρες και νύχτες. Και μολονότι δικαιούται να λέει ότι συνέβαλε στην ανάταξη της παράταξης, στην άνοδο των ποσοστών της και σε μια εικονογράφηση της δημιουργικής αντιπολίτευσης, αυτή η επιστροφή είναι βασανιστικά αργή, σαν μαρτύριο της σταγόνας που πέφτει μία σε κάθε κάλπη – για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, σε οκτώ χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πάρει το ΠΑΣΟΚ από το μηδέν και το είχε φέρει στο 48%. Αλλά ακόμα και αν αυτή η σύγκριση είναι άδικη, τώρα πια ζούμε σε καιρούς απίστευτης ταχύτητας, που απαιτούν λύσεις και νέα πρόσωπα ακόμα πιο επιτακτικά.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να πιστωθεί ότι πήρε δίκαια τη σκυτάλη από τη Φώφη και υπηρέτησε τίμια και με προσωπικό κόστος τη σκυταλοδρομία σωτηρίας του κόμματος: συνέβαλε και αυτός στο να ανανήψει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ από το ισχαιμικό σοκ του 4,68% του 2015 στο 12,79% της ευρωκάλπης εννέα χρόνια αργότερα. Αλλά δεν το λες και θρίαμβο, τηρουμένων των αναλογιών. Ακόμα χειρότερα, μπορείς να το δεις ως αδιέξοδο για μια ιστορική παράταξη που άλλαξε τον τόπο, και να απογοητευτείς.
Το πού οφείλεται αυτό το βήμα σημειωτόν ενώ οι άλλοι σου προσφέρουν ευκαιρίες έχει αναλυθεί, αλλά δεν πειράζει να το επαναλάβουμε. Ιδίως αφότου μπήκε επιτέλους στη Βουλή –διότι, ας μην το ξεχνάμε, είχε επιλέξει να περάσει και αρκετό καιρό ως ευρωβουλευτής και αρχηγός από τις Βρυξέλλες– ο Νίκος Ανδρουλάκης άφησε το δικό του και αβάσταχτα προσωπικό αποτύπωμα στην στρατηγική του κόμματός του. Το δικαιούται, βέβαια, είναι ο πρόεδρος. Το δικαιούται;
Η υπόθεση των υποκλοπών ήταν ένα ζήτημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, άλλωστε είχε δίκιο, κάτι που αποδέχθηκε αμέσως και ο Πρωθυπουργός, απολογούμενος εμμέσως προς εκείνον. Αλλά ο Ανδρουλάκης το έκανε παντιέρα και υπογραφή μιας ολόκληρης παράταξης. Μπορεί να είχε δίκιο για την Golden Visa, τα στεγαστικό πρόβλημα και τα ενοίκια, τους ευτελείς τακτικισμούς της κυβέρνησης στα μη κρατικά ΑΕΙ, στην επιστολική ψήφο και στα Τέμπη, αλλά σε όλα αυτά φρόντιζε πάντα να βγάζει και το προσωπικό του άχτι με τις υποκλοπές.
Σαν τον Κάτωνα, που τελείωνε τις ομιλίες του λέγοντας ότι πρέπει να καταστραφεί η Καρχηδόνα, ο Ανδρουλάκης συμπλήρωνε κάθε φράση του με μια αναφορά για το «παρακράτος Μητσοτάκη» – μπορούσες να αμφισβητήσεις μια ανακοίνωση της Χαριλάου Τρικούπη ως πλαστή αν δεν είχε αναφορά στο «κράτος δικαίου» και στις παρακολουθήσεις, ή, αν ήσουν μερακλής, να τον φανταστείς να παραγγέλνει σουβλάκια και να λέει «δύο απ’ όλα, μια τυροκαυτερή και η ΕΥΠ ακόμα δεν με έχει ενημερώσει».
Μολονότι, λόγω της εγχώριας συγκυρίας αλλά και μιας κάποιας δικαίωσης της σοσιαλδημοκρατίας στο παγκόσμιο ιδεολογικό εκκρεμές, είχε ένα διόλου ευκαταφρόνητο πολιτικό κεφάλαιο να επενδύσει –αυτό αποδεικνύει και η αντίδραση των ψηφοφόρων προς το κυβερνών κόμμα στους 12 μήνες που μεσολάβησαν από τον Ιούνιο του 2023 ως τον Ιούνιο του 2024– ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ το σπατάλησε αγοράζοντας αυτό που λέμε «αέρα». Μετέτρεψε αυτή την απονευρωμένη —πες μου, δεν σου λέω— υπόθεση σε μονοθεματικό στίγμα του κόμματός του, υποπίπτοντας και στο καταδικαστικό λάθος του ετεροπροσδιορισμού: από ένα σημείο και μετά, για μεγάλο μέρος του κεντρώου ακροατηρίου ο Ανδρουλάκης δεν ήταν πια ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά ο πολιτικός που έπεσε θύμα υποκλοπής από την ΕΥΠ της κυβέρνησης. Και αυτό, αντί να διευρύνει την εμβέλεια του ΠΑΣΟΚ, κατέληξε να τη μειώνει, να την εγκλωβίζει.
Ο θόρυβος που προκαλούσε ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν μεν δίκαιος, αλλά κατέληξε να καλύπτει όλα τα άλλα. Ετσι γίνεται με τον θόρυβο: οι αξιόλογες κοινοβουλευτικές δράσεις του κόμματός του, η δημιουργική αντιπολίτευση στα σημαντικά νομοσχέδια, ακόμα και οι εκλεπτυσμένες τηλεοπτικές παρουσίες των στενών του και καλλιεργημένων συνεργατών, όπως ο Παναγιώτης Δουδωνής ή ο Δημήτρης Μάντζιος, ήταν σαν ήρωες βωβού κινηματογράφου, καθώς στο υπόβαθρο έπαιζε σταθερά άλλη μουσική.
Οι δημοσκοπήσεις το έδειχναν – οι ακραίοι δεν θέλουν να ακούσουν καν για ΠΑΣΟΚ και συνετή διακυβέρνηση, προτιμούν τον Κασσελάκη και τον Βελόπουλο, οι κεντρώοι θέλουν να μην ακούν κραυγές και τελικά ενώ δεν ψήφισαν ΝΔ, δεν προτίμησαν ούτε τον Ανδρουλάκη. Οι αναλυτές το έλεγαν ότι δεν είναι πρωθυπουργίσιμος, ποιοτικό χαρακτηριστικό που είναι ακόμα πιο σημαντικό τώρα. Οι επικοινωνιολόγοι το έλεγαν επίσης, ότι κάτι κρίσιμο λείπει, στο λέγειν, στην αυτοπεποίθηση, στην άνεση, στους ανθρώπους που θέλει να έχει γύρω του.
Στη δύσκολη και μοναδική πορεία του ΠΑΣΟΚ προς ένα χωρίς προηγούμενο πολιτικο comeback ο Ανδρουλάκης υπήρξε καθοριστικός, χρήσιμος και ευσυνείδητος. Πήρε από το χέρι το κόμμα και το οδήγησε στον προθάλαμο του μεγάλου παιχνιδιού. Αλλά ίσως τώρα είναι η ώρα που δεν πρέπει να αποδειχτεί μοιραίος.