Πάμε από μέρος σε μέρος, από πόλη σε πόλη, από σπίτι σε σπίτι. Κάπου στα Γλυκά Νερά, κάπου στη Φολέγανδρο, κάπου στη Ρόδο, κάπου εδώ και κάπου εκεί, συμβαίνει το κακό. Μια γυναίκα βλέπει τη βία να ξεχειλίζει από κάποιον άνδρα επάνω της, αφιλτράριστη, ωμή, και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχει από τη ζωή. Τη ζωή της.
Γυναικοκτονία. Ή αλλιώς, ανθρωποκτονία γυναικών από πρόθεση επειδή είναι γυναίκες, σύμφωνα με την τοποθέτηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ασπάζεστε τον νεολογισμό; Δεν τον ασπάζεστε; Μικρή σημασία έχει. Εκείνο που μετράει είναι ότι ένας νεολογισμός επινοήθηκε, έπρεπε να επινοηθεί, γιατί κάτι πρέπει να υπάρχει για να περιγράφει αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει όλο και συχνότερα τελευταία.
Το βλέπουμε στις ειδήσεις, το μαθαίνουμε. Η πληροφορία τρέχει κι έρχεται μπροστά μας με ταχύτητα φωτός, και αναμεταδίδεται από παντού και από όλους. Αλλά δεν είναι νέο το φαινόμενο. Παλιό είναι, παμπάλαιο. Απλώς, κάποτε, δεν διαδιδόταν. Οι γυναικοκτονίες στοιβάζονταν σε αστυνομικούς φακέλους. Στην καλύτερη περίπτωση, τυπώνονταν σε μια εφημερίδα. Στη χειρότερη, έμεναν κρυφές, πίσω από ντουβάρια, επτασφράγιστα μυστικά που ψιθυρίζονταν μονάχα, τριγυρνούσαν σαν φαντάσματα στους δρόμους και στις συνειδήσεις, αλλά ποτέ δεν φανερώνονταν.
Πόσες γυναίκες θυσιάστηκαν στον βωμό της πατριαρχικής βίας, όταν ακόμα εκείνη δεν ήταν καν αντικείμενο αρνητικής κριτικής; Τώρα είναι, κι αυτό σίγουρα αποτελεί κατάκτηση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, δεν έχουμε νικήσει το τέρας. Ζούμε ακόμη με τον φόβο. «Μη γυρνάς μόνη το βράδυ», «μην μπαίνεις με άγνωστο στο ασανσέρ», «μην κάνεις βόλτα στις ερημιές χωρίς παρέα». Αυτά τα «μη» είναι γυναικεία πράγματα, σ’ εμάς τα λένε, γιατί σ’ εμάς μπορεί να τύχουν. Εμείς είμαστε οι αδύναμες, τα πιθανά θύματα κάποιου που έχει μεγαλώσει με την ιδέα ότι τη γυναίκα μπορείς να την κατακτήσεις με το ζόρι, να την κακοποιήσεις επειδή έτσι γουστάρεις και να τη σκοτώσεις, επειδή «μαλώσατε» και «χάλασε η φάση», επειδή ήταν η «κακιά στιγμή», όπως είπε ο δολοφόνος της Γαρυφαλλιάς. Μια «κακιά στιγμή» που σε σπρώχνει στο γκρεμό. Τι μου λες, αλήθεια;
Και βέβαια δεν είναι η κακιά στιγμή. Είναι μια ολόκληρη, κακή νοοτροπία, που πηγάζει από τα βάθη της πατριαρχικής κοινωνίας μας και δημιουργεί «αντράκια». Μεγαλώνει «άνδρες σωστούς», αλλά τόσο, μα τόσο λάθος. Ενα λάθος λογισμικό παιδείας και κουλτούρας, από το οποίο ξεπετάγονται θλιβερά ανθρωπάρια που θεωρούν τη γυναίκα κτήμα τους, μια κούκλα που μπορούν να στολίσουν και να περιποιηθούν ή να ποδοπατήσουν. Και να πετάξουν από ένα γκρεμό, όταν τους τη δώσει, γιατί όχι;
Δεν είναι όλοι οι άνδρες έτσι, όμως. Και είναι άδικο, να βάζουμε όλο τον ανδρικό πληθυσμό στο τσουβάλι της πατριαρχικής σαπίλας που γεννά δεινά, τραγωδίες και δολοφονίες γυναικών. Δεν έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε. Μερικές φορές, όμως, συμβαίνει. Και πολύ συχνά, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.
«…και τότε ο 30χρονος έκανε αυτό που έχει περάσει από το μυαλό πολλών ανδρών: την έσπρωξε από τα βράχια» ανέφερε η περιγραφή της είδησης της δολοφονίας της 26χρονης Γαρυφαλλιάς, σ’ έναν ειδησεογραφικό ιστότοπο.
Είδατε πώς περνά το τσουβάλιασμα στις φράσεις; Σχεδόν σαν χωρατό. Σχεδόν σαν δεδομένο. Μαλώνεις με την κοπελιά σου και σκέφτεσαι να τη ρίξεις απ’ τον γκρεμό κι απ’ το μπαλκόνι. Να πάρεις το κουζινομάχαιρο και να την τεμαχίσεις. Ή, απλώς, να την αρχίσεις στις σφαλιάρες. Ολοι το έχουν σκεφτεί… Μα, σοβαρά τώρα;
Ζούμε στον αστερισμό των διπόλων. Αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες. Γυναίκες θύματα, άνδρες θύτες. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα. Υπάρχει μια πατριαρχική, κακή δομή που δεν είναι εύκολο να ξεριζωθεί και πρέπει ν’ αγωνιστούμε για να την αλλάξουμε. Με την παιδεία, με την αλλαγή νοοτροπιών μέσα στην οικογένεια, σιγά-σιγά και μεθοδικά. Αλλά δεν υπάρχουν στρατόπεδα ανδρών και γυναικών σ’ αυτή την προσπάθεια. Υπάρχει ένα στρατόπεδο, για όλους.
ΥΓ. Ή, τουλάχιστον, για όποιον θέλει να αγωνιστεί για αυτό.