| CreativeProtagon / Reuter
Απόψεις

Ο άλυτος κόμπος του Μεταναστευτικού

Η κατάσταση δείχνει αδιέξοδη. Οι ροές αυξάνονται, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ασθενεί και η Ελλάδα κινδυνεύει να φιλοξενεί περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που μπορεί να διαχειριστεί. Και παράλληλα, ενώ χρειάζεται εργατικά χέρια, δεν καταγράφει υψηλές επιδόσεις στους μηχανισμούς ενσωμάτωσης των μεταναστών
Κώστας Γιαννακίδης

Από τις 9 ως τις 15 Σεπτεμβρίου περίπου 3.500 άνθρωποι πέρασαν στα ελληνικά νησιά από τα τουρκικά παράλια. Σχεδόν οι μισοί δήλωσαν προέλευση από τη Συρία. Ακολουθούν το Αφγανιστάν (18%), η Σομαλία και η Ερυθραία (6%), η Αίγυπτος (4%). Κατά μέσο όρο καθημερινά φτάνουν στα νησιά περίπου 220 άτομα. Από τον Ιούνιο του 2023 ως τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους ήρθαν στην Ελλάδα 59.000 άνθρωποι, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το ίδιο διάστημα των δύο προηγούμενων ετών.

Και επειδή οι προωθήσεις προς την ενδοχώρα γίνονται με γρήγορους ρυθμούς, σήμερα παραμένουν στις δομές των νησιών περίπου 9.000 άνθρωποι.

Συνολικά η Ευρώπη αναμένεται να δεχθεί το 2024 περισσότερες από ένα εκατομμύριο αιτήσεις. Μόνο η Ιταλία δέχθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2024 περίπου 85.000 αιτήσεις. Στο πρώτο εξάμηνο του 2024 η Ελλάδα εξέτασε 30.000 αιτήσεις για άσυλο. Εγκρίθηκαν δύο στις τρεις. Συνεπώς οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που φτάνουν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας δικαιούνται άσυλο και προστασία. Οι άνθρωποι που παίρνουν άσυλο και προστασία στη συντριπτική τους πλειοψηφία θέλουν να μεταβούν στην Ευρώπη. Και το κάνουν. Οσοι δεν παίρνουν άσυλο και δεν υπάρχει η δυνατότητα απέλασης, μένουν κάποιο διάστημα στις δομές και μετά αφήνονται ελεύθεροι. Και αυτοί κινούνται προς την Ευρώπη.

Οι ροές πιέζουν την Ευρώπη, η Γερμανία σκοπεύει να σκληρύνει τη στάση της και αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν είναι συνεργάσιμες. Η Ουγγαρία, ας πούμε, γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τις ευρωπαϊκές οδηγίες και δέχεται αιτήσεις για άσυλο μόνο αν υποβληθούν σε πρεσβεία της εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εννοείται ότι απορρίπτονται σχεδόν όλες.

Το πρόβλημα με τη στάση της Γερμανίας δεν βρίσκεται στην έναρξη δειγματοληπτικών ελέγχων στα σύνορά της. Αντίστοιχους ελέγχους κάνουν και άλλες χώρες. Τον Μάιο πέταξα στην Πράγα και στη φυσούνα της εξόδου από το αεροπλάνο αστυνομικοί έκαναν δειγματοληπτικό έλεγχο σε όσους δεν έδειχναν, φυσιογνωμικά, Ευρωπαίοι. Το ίδιο είδα και στο λιμάνι του Ελσίνκι, σε άφιξη από το Ταλίν της Εσθονίας.

Το πρόβλημα με τη Γερμανία βρίσκεται στην επαναπροώθηση ανθρώπων που θεωρεί ότι βρίσκονται παράτυπα στο έδαφος της, στη χώρα πρώτης υποδοχής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα απειλείται με την προώθηση, από τη Γερμανία, απροσδιόριστου αριθμού ανθρώπων που σύμφωνα με εκτιμήσεις υπερβαίνουν τις 50.000.

Στην ελληνική κυβέρνηση ξέρουν ότι πρόκειται για λεονταρισμούς που απευθύνονται προς τη γερμανική κοινή γνώμη, μετά και τα εκλογικά κέρδη ακροδεξιών σχημάτων σε δύο κρατίδια. Οσο όμως συνεχίζεται αυτή η συζήτηση, τροφοδοτούνται αντίστοιχες τάσεις και σε άλλες χώρες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα υποδέχεται αεροπλάνα με μετανάστες από την Ευρώπη. Ομως έτσι και ξεκινήσει να ξετυλίγεται αυτή η ιστορία, η ευρωπαϊκή συνοχή θα υποστεί ένα σημαντικό πλήγμα. Ούτως ή άλλως, σε αυτό το παιχνίδι η χώρα μας, μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία, κρατάει τον μουτζούρη.

Παράλληλα, όσο το Μεταναστευτικό αυξάνει την επιρροή του στον πολιτικό χάρτη, τόσο θα ενισχύονται οι ακροδεξιοί σχηματισμοί. Η Νέα Δημοκρατία βλέπει ήδη τις διαρροές προς τα δεξιά της να ακολουθούν την… αύξηση των προσφυγικών ροών.

Η κατάσταση δείχνει (και είναι) αδιέξοδη. Πρακτικά είναι ανέφικτο να προστατεύσεις αποτελεσματικά τα θαλάσσια σύνορα. Εκτός και αν αποφασίσεις να αποχωρήσεις από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και να βυθίζεις βάρκες.  Η επιθετική ρητορική ζητεί απελάσεις (καλή τύχη στη συνεννόηση με Ταλιμπάν και Σομαλούς), θανατηφόρο αποτροπή και διάφορα άλλα που βρίσκονται σε σφαίρες εκτός πραγματικότητας και νομιμότητας. Και εδώ βρίσκεται ένα από τα σημαντικά προβλήματα.

Αρνούμαστε, ως κοινωνία, να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά την κατάσταση. Οπλίζουμε το θυμικό μας, εκπέμπεται οργή και ανησυχία, αλλά στην ουσία δεν πετυχαίνουμε κάτι. Οι δε επιδόσεις μας στην ένταξη και ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων είναι χαμηλές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι δομές εκπαίδευσης δεν αρκούν, ούτε οι μονάδες επαγγελματικής εξειδίκευσής τους. Θέλουμε μετανάστες, τους χρειαζόμαστε. Αλλά τους θέλουμε αθέατους.