Οσοι έχουν προλάβει την εποχή που στις ποδοσφαιρικές εξέδρες δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί καρεκλάκια και οι θεατές παρακολουθούσαν τους αγώνες καθισμένοι στο τσιμέντο, θα το θυμούνται. Στην κερκίδα -σε κάθε κερκίδα- υπήρχε πάντα ένας κυριούλης που σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού τα έβαζε με όλα και με όλους. Παίκτες, προπονητές, διαιτητές, κανείς δεν γλίτωνε από τα βέλη του. Ήταν όλοι μοσχαροκεφαλές, βόιδια, άσχετοι, πουλημένοι. Και η κριτική δεν περιοριζόταν στις φυσικές τους ικανότητες, επεκτεινόταν και στις ηθικές. Ο συγκεκριμένος γραφικός χαρακτηριστικός τύπος αυτής της εποχής που απήλθε, ήξερε —ή παρίστανε ότι ήξερε— για κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές του δράματος λεπτομέρειες της ζωής τους, που έβαζαν το τελευταίο καρφί στο φέρετερο που τους φιλοτεχνούσε: πότε και με ποιαν ξενυχτούσαν, τι γινόταν στο σπίτι τους, τι σεξουαλικές προτιμήσεις είχαν. Το σόου αυτό κρατούσε μέχρι κάποιοι άλλοι θαμώνες της εξέδρας να αγανακτήσουν ή να τους πιάσει πονοκέφαλος από τη λογοδιάρροια γκρίνιας, να του ζητήσουν να σταματήσει και να ξεκινήσει ο σχετικός καβγάς. Δεν χρειάζεται να ρομαντικοποιούμε το παρελθόν: στο τέλος της ημέρας, κατά κανόνα, έπεφταν και μερικές ψιλές.
Σήμερα, ο συγκεκριμένος ανθρωπότυπος θα δυσκολευόταν να κυκλοφορήσει σε πολλούς κύκλους —και δικαίως. Ο λόγος του ήταν ακραία σεξιστικός, ενίοτε ομοφοβικός, ισοπεδωτικός και γεμάτος εχθροπάθεια για τους άλλους. Κι όμως, ένα κομμάτι από όσους και όσες θα φρόντιζαν για την απομόνωσή του, είναι ακριβώς αυτό το ίδιο που στην πραγματικότητα συνεχίζει την παράδοσή του στον δημόσιο διάλογο. Με κάθε ευκαιρία έχει έτοιμο κάποιο ανάθεμα να ρίξει, ποινικοποιώντας κάθε αρέσκεια, νοσταλγία ή ιδεολογική χαλάρωση και προειδοποιώντας ότι δεν θα γίνει ανεκτή καμία παρέκκλιση από αυτή την προτεσταντικού τύπου ενοχική καθαρότητα.
Τελευταία εμφάνιση του φαινομένου, όσα ακολούθησαν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τον θάνατο του Αλέν Ντελόν. Ένας από τους πιο γοητευτικούς άνδρες του 20ού αιώνα και σπουδαίος ηθοποιός, ο μακαρίτης, είχε προφανώς αμφιλεγόμενες πλευρές στον χαρακτήρα του. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο διέπονταν —κατά πώς λέγεται— από την αλαζονεία του γόη που μπορεί να έχει όποια θέλει. Αυτές με τα παιδιά του, όπως συμβαίνει συχνά με άνδρες σταρ του σινεμά, περίπλοκες. Οι απόψεις του για διάφορα ζητήματα γεμάτες από προκαταλήψεις. Και η ανοχή του προς το Εθνικό Μέτωπο, του πατέρα και της κόρης Λεπέν, αρκετά ενοχλητική. Ο Ντελόν, έλεγε ότι «δεν το ψηφίζει, αλλά το καταλαβαίνει».
Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Μέσα σε λίγες ώρες από τη δημοσιοποίηση του θανάτου του, εκατοντάδες υψωμένα δάκτυλα κουνιούνταν προς όποιον ή όποιαν εξέφραζε θλίψη για τον θάνατο. Αδιάφορο αν η θλίψη ήταν περισσότερο για μια εποχή, παρά για τον ίδιο τον άνθρωπο, που πλησίαζε τα 90 και λίγα πράγματα πλέον συζητούσαμε για αυτόν. Από δεξιός ιδεολογικά που είχε πει και δύο κοτσάνες ανοχής στο Εθνικό Μέτωπο, ο Ντελόν μετατράπηκε γρήγορα σε «ακροδεξιός», στη συνέχεια έγινε «φασίστας» και αμέσως μετά «μεγάλος φασίστας» και όσο η συζήτηση προχωρούσε και απομακρυνόμασταν από την πηγή του προβλήματος και την αχρείατη δέσμευση των πραγματικών γεγονότων, ο συγχωρεμένος ομορφάντρας του γαλλικού σινεμά παρουσιαζόταν περίπου ως θεωρητικός καθοδηγητής του Γ’ Ράιχ.
Σε κάποιο σημείο μάλιστα, με σκοπό να οξυνθεί η συζήτηση περί της αυτονομίας του καλλιτέχνη από το έργο του, ο Ντελόν συγκρίθηκε με τον Σελίν. Φευ, ο Σελίν υποστήριζε τους ναζί όταν αυτοί δολοφονούσαν μαζικά ανθρώπους σε θαλάμους αερίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν είχε κάνει τρεις κακές δηλώσεις σε καιρό ειρήνης.
Η πραγματικότητα βέβαια έχει την κακή συνήθεια να είναι πιο σύνθετη. Ο συγχωρεμένος υπήρξε πολλά πράγματα, όχι αναγκαστικά συνεκτικά μεταξύ τους. Μεταξύ άλλων, υπήρξε μάτσο, ομοφοβικός, δεξιός, παραγωγός σε ταινίες που ξεφτίλιζαν το γαλλικό κράτος αναφορικά με τη συνεργασία του με τους ναζί και τη δολοφονική δράση του στην Αλγερία και απέναντι στους Αλγερινούς, ηθοποιός σε ταινίες αναρχικών και αριστεριστών σκηνοθετών και σεναριογράφων, απόλυτο σύμβολο ομορφιάς με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει ως ψυχολογικό βάρος, τρομακτικά κακομαθημένος, εντελώς μνησίκακος όταν γέρασε όπως πολλοί ζεν πρεμιέ, επιδεικτικά φιλόζωος, εγκαταλελειμένος ως παιδί από τους γονείς του, μπλεγμένος σε μαφιόζικες ιστορίες, απολογητής των ακροδεξιών σε ενοχλητικό βαθμό ενίοτε, υποστηρικτής απεργιών άλλοτε.
Το άθροισμα απέχει πολύ από το να βγάζει έναν τέλειο άνθρωπο. Αλλά απέχει πολύ και από το να βγάζει έναν φασίστα. Σε τελική ανάλυση, ο Ντελόν ήταν ηθοποιός. Το έργο που άφησε πίσω του —συχνά χρηματοδοτημένο από τον ίδιο— ήταν αρκούντως και βαθύτατα αντιφασιστικό. Μόνο τον εμβληματικό «Κύριο Κλάιν» να θυμηθεί κανείς, που στηλιτεύει ακριβώς την ανοχή των κοινωνιών στον φασισμό, η προσφορά του στην αντιφασιστική σκέψη είναι αρκετή. Και υπάρχουν και μια σειρά από ταινίες που στηλιτεύουν την αστυνομική βία, την αποικιοκρατία, τη θανατική ποινή.
Όμως, κατά τη γνωστή ρήση του βρετανού κωμικού Ρίκι Τζερβέις, οι νεκροί και οι ανόητοι δεν έχουν συναίθηση της κατάστασής τους, αυτή είναι πρόβλημα μόνο για τους άλλους. Κι ο Ντελόν δεν πρόκειται να χολοσκάσει πια για το πώς τον χαρακηρίζουν. Αντίθετα, παραμένει πρόβλημα για όσους μένουμε πίσω, τι είναι αυτό που οδηγεί τον δημόσιο διάλογο, ολοένα και συχνότερα, σε μονοκόμματους αφορισμούς, που αγνοούν τις αποχρώσεις, περιφρονούν τις αντιφάσεις, αρνούνται τη διαδικασία της σύνθεσης.
Συχνά οι επαναστατικές εποχές έχουν την τάση να αφορίζουν τις προηγούμενες για να δημιουργήσουν κάτι νέο πάνω στα ερείπια. Δεν ζούμε όμως σε επαναστατική εποχή, κάθε άλλο. Και αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τη στασιμότητα, τη συντήρηση και την κοινοτοπία, πρέπει δομικά να αναμετρηθούμε με έναν λόγο ο οποίος αρνούμενος την ευελιξία, καταλήγει να είναι ο ίδιος αυτό που τάχα στηλιτεύει: ολοκληρωτικός και τοξικός.
Αν δεν το κάνουμε από άποψη ή από σεβασμό στους μεγάλους νεκρούς, ας το κάνουμε τουλάχιστον για να μη γινόμαστε ανυπόφορα πληκτικοί. Τουλάχιστον, οι γραφικοί τοξικοί γκρινιάρηδες της εξέδρας, δεν παρίσταναν ποτέ ότι μιλάνε στο όνομα κάποιας ανώτερης αξίας.