Η πτώση των ανθρώπων κρύβει πάντα μέσα της κάτι το θλιβερό. Είτε βλέπεις μια κάποτε κραταιή γυναικάρα να σωριάζεται –ως γιαγιά πια– την ώρα που κατεβαίνει ένα σκαλί, είτε έναν παλιό πρωταθλητή να τον τραβολογούν με αναπηρικό καρότσι, είτε έναν πρώην αυτοκράτορα να τον λοιδορούν οι ιπποκόμοι και οι σφουγγοκωλάριοί του, η εικόνα της (κατα)πτωσής τους αναδίδει μια βαθιά μελαγχολία.
Ακόμα και αν τον καιρό της παντοδυναμίας κάποιου σημαίνοντος προσώπου είχες άπειρες φορές ευχηθεί την καταβαράθρωσή του, πάλι η χαρά που νιώθεις για την «τιμωρία» του δεν μπορεί να επικαλύψει μια αίσθηση ματαιότητας που αναδύεται εντός σου. Βλέποντας τον άλλοτε πανίσχυρο να καταλήγει στο καζαντζιδικόν «απ’ τα ψηλά πατώματα, βρέθηκα μες στα χώματα», κάτι σε πιάνει. Εχω δει αυτή τη μοιραία και θλιβερή πτώση σε πολλούς, πλην ποτέ δεν συνηθίζεται.
Θυμάμαι τον Ανδρέα στα στερνά του να ξεπέφτει στα χέρια της Δήμητρας. Να τον τραβολογά σε μοναστήρια και να του γεμίζει το Μαξίμου με ξεματιάστρες και αστρολόγους. Θυμάμαι (και συνεχίζω να βλέπω) τον Κώστα Καραμανλή μονάχο και απομονωμένο στη Ραφήνα, να τον χαζεύουν κάθε απόγευμα οι γείτονες να κάνει βόλτες κρατώντας μια γκλίτσα. Είδα τον Γιώργο Παπανδρέου να φεύγει από το ΠΑΣΟΚ του, να φτιάχνει δικό του κόμμα, να εξευτελίζεται, να ξαναγυρίζει, να πηγαίνει και να έρχεται, να διαγράφεται και να εγγράφεται, σε μια αέναη κίνηση δίχως νόημα και ακροατήριο.
Και τώρα είδα τον Αλέξη Τσίπρα. Να καταβαραθρώνεται μέσα σε λιγότερο από ένα εξάμηνο. Να ορμά προς τα κάτω με την ταχύτητα αεροπλάνου που έχασε ξάφνου όλους τους κινητήρες του. Να ηττάται δις και βαριά (αυτός ο άχαστος), να φεύγει με κρότο, να τηρεί σιγή, όχι ουδετερότητας, αλλά ιχθύος όταν το δημιούργημά του έπεφτε σε ξένα χέρια. Και έπειτα να ξανάρχεται με κρότο, να τα βάζει με τον διάδοχό του (που ως την προηγούμενη μέρα πριμοδοτούσε), να ρίχνει μια μπαταριά στο συνέδριο και έπειτα να βλέπει σύσσωμους τους λάτρεις και οπαδούς του να τον βάζουν στη γωνία και να τον διαολοστέλνουν.
Και τότε να κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και να καταδικάζει με –δήθεν– αυτοκριτική διάθεση όλα όσα έπραξε ως κυβερνήτης, Novartis και τηλεοπτικές άδειες και συμμαχίες με Καμμένους, οδηγώντας ως και τον Παύλο Πολάκη να τον κατακεραυνώσει. Και να απομένει ολομόναχος, σαν τον κότσυφα που τον έλεγαν Σταύρο (του Σαββόπουλου), ο οποίος έχασε φωλιά και κοτσυφόπουλα και βγήκε και κάθονταν στο κλαδί μοναχός. Τι τρελή περιδίνηση, τι θλιβερή κατάπτωση ενός ακόμα άρχοντα…