Απόψεις

Ο Αϊχμαν στην πλατεία Αριστοτέλους

Το γεγονός ότι οι μισοί από αυτούς που «την έπεσαν» στα δύο παιδιά είναι παραβατικοί ή ήταν πιωμένοι ή πάνε και τα σπάνε κάθε Κυριακή στον ΠΑΟΚ δεν αλλάζει το αφήγημα. Πάντα θα υπάρχουν τέτοιοι. Και πάντα θα είναι πανέτοιμοι να μπουν στην υπηρεσία όποιου τους ταΐσει περισσότερο μίσος. Και οι μικροί στρατοί του μίσους ξαμολιούνται χαρούμενοι και ήσυχοι ότι έκαναν και σήμερα το καθήκον τους
Μαρία Δεδούση

Στη Θεσσαλονίκη, στην πλατεία Αριστοτέλους, το κεντρικότερο σημείο της πόλης, και μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ανθρώπων, ένας οργισμένος όχλος περίπου 150 ατόμων επιτέθηκε εναντίον δύο μη δυαδικών νεαρών ανθρώπων (εδώ), τους οποίους φυγάδευσαν οι υπάλληλοι καταστήματος εστίασης. Η αστυνομία συνέλαβε 21 από τους επιτιθέμενους, εκ των οποίων οι 11 ανήλικοι.

Σε όλη την παραπάνω είδηση κάθε μία λέξη χωριστά αποτελεί και ένα αντικείμενο ανάλυσης. Τίποτε σε αυτή δεν είναι τυχαίο. Ούτε ο τόπος ούτε ο τρόπος, ούτε η σύσταση του όχλου ούτε τα θύματά του. Αντιθέτως, είναι το χρονικό μιας προαναγγελθείσας δυστοπίας. Οπως και πολλά ακόμη που συμβαίνουν και μας προκαλούν φρίκη όταν συμβαίνουν, αλλά όχι όταν καλλιεργείται πολύ συστηματικά το υπέδαφος για να συμβούν.

Καθένας, λοιπόν, θα κάνει τη δική του ανάλυση και θα εστιάσει πιθανώς σε διαφορετικό ζήτημα: η ομοφοβία, ο «χουλιγκανισμός», η εφηβική βία, ο συντηρητικός Βορράς, και τα λοιπά. Ολοι δίκιο θα έχουν. Ολα αυτά τα πιο πάνω δημιουργούν το κοκτέιλ της ανεξέλεγκτης φρίκης που είδαμε στα βίντεο από τη Θεσσαλονίκη. Κάτω απ’ όλα αυτά, όμως, υπάρχει ένα θεμελιώδες ερώτημα: Ποιος τα δημιουργεί, τα ανέχεται, τα υποδαυλίζει.

Πόσοι άνθρωποι, άραγε, είδαν αυτά που έγιναν στη Θεσσαλονίκη και είπαν από μέσα τους ή στους κολλητούς και ομοϊδεάτες τους «καλά τους κάνανε»; Ανθρωποι που δεν θα τολμούσαν να το κάνουν οι ίδιοι, επειδή πρέπει να διατηρήσουν ένα «πρόσωπο» στην κοινωνία, αλλά έχουν λυσσάξει με τους ομοφυλόφιλους που παντρεύονται. Και έχουν λυσσάξει με ιερό μένος, τόσο που πραγματικά τους θέλουν νεκρούς, τους βλέπουν ως απειλή για την τάξη των πραγμάτων όπως οι ίδιοι την ονειρεύονται.

Ολοι αυτοί, όπως και ο όχλος στη Θεσσαλονίκη, πιστεύουν ότι κάνουν κάτι καλό: Προστατεύουν τα ιερά και όσια της πατρίδας και των προγόνων μας και δεν ξέρω τι άλλο πιστεύουν. Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι δεν είναι κακό να παίρνεις με τις πέτρες δυο «πουστράκια», τα πουστράκια είναι οι εγκληματίες, δεν μπορούμε να αφήσουμε τη χώρα έρμαιο σε αυτούς και στους κακούς πολιτικούς που στηρίζουν τη woke ατζέντα για να μας καταστρέψουν.

Την ακούς κάθε μέρα αυτή τη ρητορική: στα σόσιαλ, στη Βουλή, στην Εκκλησία, στις παρέες. Και δεν την ακούς μόνο από πολύ ακραία στοιχεία, το ένα τρίτο της μετριοπαθούς Νέας Δημοκρατίας και άλλο τόσο του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ σήκωσαν τον κόσμο στο πόδι για να μην παντρεύονται οι γκέι. Ολοι αυτοί, μαζί με τους ακραίους, έριξαν και ρίχνουν λάδι στη φωτιά του μίσους. Ο όχλος είναι πάντα πανέτοιμος να λιντσάρει. Αφορμή χρειάζεται και «νομιμοποίηση», στο μυαλό του, της πράξης του.

Οι μικροί στρατοί της Χρυσής Αυγής δεν είχαν κάτι ιδιαίτερα πολύπλοκο στο μυαλό τους όταν πήγαιναν να σκοτώσουν μετανάστες ή τον Φύσσα. Δεν έκαναν κάποια κοινωνιολογική ανάλυση υψηλού επιπέδου, άκουγαν τους «από πάνω», οι οποίοι τους παρείχαν την ιδεολογική κάλυψη, και έκαναν ντου. Καθάριζαν την Ελλάδα, δεν κατάλαβαν ποτέ γιατί τους πήγαμε φυλακή, μέχρι σήμερα απορούν και βλέπουν παντού συνομωσίες. Οπως και οι οπαδοί του Τραμπ, που πήγαν να καταλύσουν την Αμερικανική Δημοκρατία, δεν έχουν καταλάβει γιατί αυτό είναι παράνομο και δεν επιτρέπεται.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός ότι οι μισοί από αυτούς που «την έπεσαν» στα δυο παιδιά είναι παραβατικοί ή ήταν πιωμένοι ή πάνε και τα σπάνε κάθε Κυριακή στον ΠΑΟΚ δεν αλλάζει το αφήγημα. Πάντα θα υπάρχουν τέτοιοι. Και πάντα θα είναι πανέτοιμοι να μπουν στην υπηρεσία όποιου τους ταΐσει περισσότερο μίσος.

Υποτίθεται ότι ο λόγος μίσους και η προτροπή σε βία απαγορεύονται διά νόμου στην Ελλάδα, αλλά με έναν παράξενο τρόπο η απαγόρευση αυτή παύει να ισχύει όταν εκστομίζεται θεσμικά. Δεν έχουν πάει μέσα κάποιον ιεράρχη, ας πούμε, όταν βρίζει χυδαία τους ομοφυλόφιλους. Ή κάποιον πολιτικό όταν ζητάει να δηλώσουν οι βουλευτές αν είναι γκέι. Ούτε και κάποιον ποδοσφαιρικό παράγοντα όταν εμμέσως –ή και όχι εμμέσως– λέει στους οπαδούς της τάδε ομάδας να πάνε να τα κάνουν λαμπόγυαλο επειδή «αδικήθηκαν».

Και οι μικροί στρατοί του μίσους ξαμολιούνται χαρούμενοι και ήσυχοι ότι έκαναν και σήμερα το καθήκον τους. Αυτό που εμείς βλέπουμε ως το απόλυτο κακό να έρχεται καταπάνω μας με φόρα, είναι για αυτούς ένα απλό Σάββατο. Την επόμενη μέρα θα πάνε στην εκκλησία, στο γήπεδο ή στις δουλειές τους. Οπως και οι «καλά τους έκαναν».

Το κακό είναι κοινότοπο, παρατήρησε η Χάνα Αρεντ βλέποντας τον Αντολφ Αϊχμαν να δικάζεται στην Ιερουσαλήμ. Ο Αϊχμαν μέχρι τέλους δεν κατάλαβε τι έκανε λάθος, πίστευε βαθιά στη ναζιστική ρητορική. Αυτό τον κατέστησε έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο που μετατράπηκε σε τέρας: η νομιμοποίηση που έδινε στον εαυτό του για τις πράξεις του. Αυτό μπορεί να κάνει τους πάντες τέρατα.

Και οι πραγματικοί εγκληματίες είναι αυτοί που παρέχουν αυτή τη «νομιμοποίηση».