Σηματοδοτεί η επανεκλογή του Ερντογάν μια νέα εποχή στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις; Αρκεί αυτή η μεγαλειώδης νίκη για να ξεχαστεί ή έστω να τοποθετηθεί στο περιθώριο η αντισυμμαχική συμπεριφορά των Τούρκων σε μια σειρά από κεφαλαιώδη ζητήματα; Η πραγματικότητα είναι ότι μετά την 28η Μαΐου, την ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργικού Συμβουλίου και την πλαισίωση του τούρκου προέδρου απ’ τον Χακάν Φιντάν ως υπουργό Εξωτερικών και τον Ιμπράημ Καλίν ως νέο επικεφαλής της ΜΙΤ, οι δύο πλευρές έχουν έλθει εγγύτερα, ενδεχομένως ταχύτερα και με μεγαλύτερη ορμή απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Δεν είναι απλώς η σημασία που διαδραματίζει παραδοσιακά η Τουρκία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, αυτή που επιβάλει την επανεκκίνηση. Ούτε αρκεί η ανανέωση της προεδρικής θητείας για να εξηγήσει τις τελευταίες αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας, πολλώ δε μάλλον αν ισχύουν όσα είπε ο Μπάιντεν στον Ερντογάν, σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο: «Η Δύση είναι άδικη απέναντί σας».
Οι δύο ισχυροί νατοϊκοί σύμμαχοι έχουν μπροστά τους δύο ορόσημα να κατακτήσουν. Τόσο συμβολικά, όσο και ουσιαστικά. Οι Αμερικανοί έχουν να ολοκληρώσουν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με τη συμπερίληψη και της Σουηδίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Οι Τούρκοι έχουν να ανανεώσουν τον αεροπορικό στόλο τους, αναβαθμίζοντας τα υπάρχοντα και αγοράζοντας ενδεχομένως νέα μαχητικά F-16. Αυτό που δεν έχουν είναι πολύς χρόνος.
Για την Ουάσινγκτον η είσοδος της Σουηδίας το ΝΑΤΟ συμβολίζει την αρραγή ενότητα της Συμμαχίας έναντι της Ρωσίας και οποιουδήποτε άλλου επιβουλέα. Αλλά είναι και ουσιαστική, καθώς εκτός από τη γεωγραφική σημασία της Φιλανδίας, στις νατοϊκές δυνάμεις θα προστεθεί ένας πολύ αξιόλογος στρατός μιας εξαιρετικά προηγμένης χώρας, όπως είναι η Σουηδία. Διότι πλέον δεν μετρά μόνο το πως θα καταλήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτό που μετρά ακόμα περισσότερο είναι το πως θα διαμορφωθούν οι μεταπολεμικές ισορροπίες στο παλιό ψυχροπολεμικό δίπολο. Μια αποδυναμωμένη και κουρασμένη απ’ τη λασπομαχία στις ουκρανικές πεδιάδες Ρωσία, με τον ηγέτη της ενδεχομένως κλονισμένο, θα έχει απέναντί της ένα αναγεννημένο ΝΑΤΟ, που θα δίνει ξανά προτεραιότητα στη μεγέθυνση των διπλωματικών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων του.
Για την Άγκυρα η ανάγκη προμήθειας των F-16 είναι μεγαλύτερη από ποτέ – αυτό άλλωστε μετέφερε ο Ερντογάν στον Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής συνομιλίας τους. Το όραμα του τούρκου προέδρου για τον «Αιώνα της Τουρκίας», τη μετατροπή της χώρας σε ισχυρή και ανεξάρτητη δύναμη, όχι απλώς σε περιφερειακό επίπεδο, δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ισχυρές Ενοπλες Δυνάμεις. Αν η Τουρκία δεν ανανεώσει τα μαχητικά της, τότε θα είναι αδύνατο να καταστεί ηγετικός παράγοντας ακόμα και στη γειτονιά της. Επιπλέον, για τους Τούρκους τα F-16 έχουν γίνει θέμα τιμής και γοήτρου και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες των σχέσεων στο τρίγωνο Αθήνα – Αγκυρα – Ουάσινγκτον. Η τουρκική κοινή γνώμη έχει πειστεί ότι ήταν η Ελλάδα αυτή που έθεσε τα ισχυρότερα αναχώματα στην αναβάθμιση της πολεμικής αεροπορίας τους. Κι όταν πάρει ο Ερντογάν τα αεροπλάνα είναι βέβαιο ότι θα πανηγυρίσει, λέγοντας ότι ήταν αυτός που έφερε τους Αμερικανούς στα νερά του. Πάνω απ’ όλα θα παρουσιάσει μια νίκη στο πεδίο των συμβόλων.
Οι εκατέρωθεν υποχωρήσεις και ο αμερικανο-τουρκικός συμβιβασμός μάλλον δεν αργούν, αυτό άλλωστε φάνταζε εδώ και καιρό προδιαγεγραμμένο, με τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου στη Λιθουανία να φαντάζει πλέον το γήπεδο όπου θα κριθούν τα περισσότερα. Αλλωστε, για τον μεν Μπάιντεν η κλεψύδρα σε λίγο θα γυρίσει ανάποδα, καθώς το φθινόπωρο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μετρούν μόλις ένα χρόνο μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Και ο αμερικανός πρόεδρος θέλει πάση θυσία να «πουλήσει» στην προεκλογική εκστρατεία του το επιχείρημα ότι η επανισχυροποίηση του ΝΑΤΟ είναι δικό του επίτευγμα και πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αποδώσει επιπλέον γεωστρατηγικά οφέλη- δεν ήταν απλώς ένα καπρίτσιο για ν’ αποδυναμώσει τον Πούτιν και να επαναφέρει τους Ευρωπαίους προ των ευθυνών τους. Ο, δε, Ερντογάν πρέπει κάποια στιγμή να δώσει την πολυπόθητη παραγγελία, διότι η επίτευξη πολιτικής συμφωνίας με την Ουάσινγκτον δεν σημαίνει ότι την επόμενη μέρα θα έχει τα αεροπλάνα στην αυλή του. Η γραμμή παραγωγής της Lockheed Martin έχει συγκεκριμένους περιορισμούς και η Τουρκία θα πρέπει να περιμένει στη σειρά της.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι η συντονισμένη επιχείρηση ανάσχεσης της αναβάθμισης των τουρκικών μαχητικών, με πρωτοβουλία των Ελληνοαμερικανών μελών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθώς και των ομογενειακών οργανώσεων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ήταν απολύτως επιτυχημένη.
Ολα αυτά τα χρόνια και ειδικά όταν ο Λευκός Οίκος και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πίεζαν τα νομοθετικά σώματα υπέρ των τουρκικών αιτημάτων, οι δυναμικές παρεμβάσεις τους καθυστέρησαν την εξέλιξη των πραγμάτων. Εκτός αυτού, όμως, λειτούργησαν παραλλήλως με την ελληνική κυβέρνηση στην κατεύθυνση διεθνοποίηση του τουρκικού αναθεωρητισμού και στην εμπέδωση της θέσης ότι η Τουρκία αποτελεί απειλή για το σύστημα ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν ήρθε τυχαία η πρόσφατη δήλωση του επικεφαλής των Δημοκρατικών της αμερικανικής Γερουσίας, ενός εκ των κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος κάλεσε το Κογκρέσο να αναλογιστεί αν η πώληση όπλων στην Τουρκία είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών και των Συμμάχων τους. Ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής πολιτικής τάξης αντιλαμβάνεται, πιο συγκροτημένα, ότι η Τουρκία κυνηγάει επεκτατικούς στρατηγικούς στόχους σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Η αγορά των F-16 απ’ την Τουρκία δεν είναι θέμα ζωής ή θανάτου για την ελληνική εξωτερική πολιτική- αποτελεί άλλωστε πτυχή των διμερών αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Το ζήτημα είναι να φανεί αν η αποκλιμάκωση στα ελληνο-τουρκικά παραμένει στη λίστα με τα όσα οφείλει η Άγκυρα να ικανοποιήσει προκειμένου να προχωρήσει η αγοραπωλησία ή αν απλώς η έγκριση της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αρκεί για να ανοίξει ο δρόμος στην Τουρκία. Πράγματι, κάθε φορά που ο Μενέντεζ μιλά δημοσίως για τα αμερικανικά όπλα που θέλει ο Ερντογάν παραθέτει στην Άγκυρα μια σειρά «πρέπει»: Να απομακρυνθεί απ’ τη Μόσχα, να επιστρέψει τους S-400, να επαναφέρει το κράτος δικαίου, να σεβαστεί τα ατομικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες στο εσωτερικό. Μένει να φανεί πως θα εξελιχθεί αυτό το παιχνίδι των πολύ λεπτών ισορροπιών μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του Κογκρέσου. Αν δηλαδή η πάγια πρόβλεψη της αμερικανικής διπλωματίας περί της «άκρως απαραίτητης Τουρκίας ως ανάχωμα στο ρωσικό επεκτατισμό» θα επικρατήσει των πλέον φιλελεύθερων απόψεων με βάση τις οποίες η Δύση δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια ούτε στη σαφή προσπάθεια του Ερντογάν να κινείται ανεξαρτήτως όσων ορίζει το νατοϊκό πλαίσιο, ούτε όμως ν’ αγνοεί ότι το καθεστώς διολισθαίνει όλο και σε πιο αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης.
Επιστρέφοντας στα αμιγώς ελληνοτουρκικά και σε σχέση με τη συζήτηση περί «όρων» που θα μπορούσαν να τεθούν στην Τουρκία για να πάρει τα F-16, μάλλον πρόκειται για μια επικίνδυνη συζήτηση, άνευ νοήματος και κυρίως άνευ αποτελέσματος. Διότι για παράδειγμα τι σημαίνει ο όρος να μην κάνει η Τουρκία παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου; Ο χώρος μεταξύ των 6 και των 10 ναυτικών μιλίων είναι αποδεκτός ως ελληνικός από Τούρκους, αλλά και από Αμερικανούς; Ή μήπως θα ήταν διατεθειμένη η Άγκυρα να υπογράψει ότι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην παραγγελία και την παράδοση των F-16 θα απέχει από προκλήσεις, τόσο στη ρητορική, όσο και επί του πεδίου; Και τι ακριβώς συνιστά πρόκληση;
Η θέση της Αθήνας στην εξίσωση δεν αλλάζει. Η ελληνική διπλωματία έχει ακολουθήσει μια πολύ καθαρή γραμμή τα τελευταία χρόνια, χαράσσοντας μια δεύτερη γραμμή της συμμαχικής άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η προσφορά της στο ΝΑΤΟ είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Κι όπως όλα δείχνουν, η κατεύθυνση θα παραμείνει ίδια και την επόμενη περίοδο. Κι έτσι έρχεται ξανά στην επιφάνεια το φιλόδοξο ερώτημα: Μπορεί η Ελλάδα να αντικαταστήσει την Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι αρνητική. Το ζήτημα είναι πώς θα λειτουργήσει – εν μέσω μιας καίριας παγκόσμιας συγκυρίας- συμπληρωματικά με μια εξαιρετικά ανταγωνιστική και δυνάμει επιθετική σε βάρος της Τουρκία.