Τι είναι αυτό το μαγικό που οδηγεί έναν λαό ολόκληρο να κάνει προβολή της ιδιοσυστασίας του (και όχι μόνον) πάνω σε έναν άνθρωπο, καθιστώντας τον «μπροστάρη», «δικό του», «πρότυπο», «είδωλο» κι απάγκειο του; Με ελάχιστους Ελληνες έχει συμβεί αυτό, αλλά, αν είναι μετρήσιμο το εύρος των αισθημάτων του κοινού των Ελλήνων απέναντί τους, σίγουρα η περίπτωση του αναχωρήσαντος των ημερών, του Μίκη (με το μικρό όνομα, όχι της οικειότητας, αλλά του δεσμού αίματος) είναι φαινόμενο.
Τη φόρα τη δίνουν η εποχή και η συγκυρία, αλλά το έναυσμα το δίνει πάντα το έργο, η δημόσια κατάθεση. Ο δημιουργός Μίκης ξανάκανε, αγγίζοντας άφθαστες καλλιτεχνικές επιδόσεις, το Σύμπαν από την αρχή με δικά του υλικά, εξαισίως ετερόκλητα:
Αυτός, με την ακαδημαϊκή σπουδή, αλλά και με τη βουή του δρόμου, με τη δυτική παιδεία, αλλά και με το μεταιχμιακό του σταυροδρομιού μας, με το μετρημένο της ελληνικής αισθητικής, αλλά και με τον μαρξιστικογενή γιγαντισμό.
Αυτός, ένας μουσικός και μόνον καταρχήν, αλλά και ο εραστής της Ποίησης, αυτή που δυστυχώς δεν διδάσκεται σε κανένα Ωδείο ακόμη και σήμερα.
Αυτός, ο υιός αστού, που έδωσε νόημα κοινωνικό στην Τέχνη του, αφουγκράστηκε, πρωτοστάτησε κι εξέφρασε όνειρα και αυταπάτες για ξεσηκωμούς και οράματα. Στη διαδρομή Θεοδωράκη το σολωμικό «μεικτό και νόμιμο» υπερβαίνει την αισθητική και γίνεται ζωή και Ιστορία.
Πώς να το άντεξε αυτό; Πώς να ένιωσε εκατομμύρια ανάσες δίπλα του, πώς να κουβάλησε αυτό το ασύλληπτο βάρος σαν σαρκίο, σαν αδύναμη ανθρώπινη φύση; Η νιτσεϊκής καταβολής «υπεράνθρωπη» πληθωρικότητά του έφτασε να δοκιμαστεί αλλά τα «είδωλα» (και ειδικά τα αριστερά τοτέμ), όταν έρθει η ώρα, είναι για να αποκαθηλώνονται, όταν τα συλλογικά «αιτούμενα» και οι προβολές πάνω τους αλλάζουν.
Ο Μίκης, ο πρώτος του χορού αλλά και κάποτε ο «τρελός» του χωριού, ανέλαβε το βάρος του λόγου του και του έργου του, ακόμη κι όταν ο αέρας του συλλογικού «θέλω» φυσούσε αντίθετα. Οποια κίνητρα κι αν, δολίως ή άδολα, του αποδόθηκαν, αυτός ακολουθούσε τον μόνο σωτήριο κανόνα της ζωής: ήταν εσαεί εν κινήσει, μεταβαλλόμενος και αναθεωρώντας, μετατοπιζόμενος και αγωνιώντας, ήταν εντέλει ο αίρων την ίδια στιγμή τις δικές του «αμαρτίες», αλλά κυρίως όλες τις δικές μας, που κατά καιρούς προβάλλαμε πάνω του.
Η ευκολία θα επέβαλε να έχει επαναπαυθεί ολύμπιος στις δάφνες μιας παγκόσμιας αναγνωρισμένης προσωπικότητας. Ομως ο Μίκης παρέμεινε η βελόνα της πυξίδας, που πάντα και κυρίως με βασικό γνώμονα το αίσθημα, τρεμόπαιζε, με τη βεβαιότητα πως στο τέλος θα εντοπιστεί η μία και μόνη σταθερά, που απ’ αυτόν γενναιόδωρα μας εδόθη: η Ποίηση και η Μουσική του Εργου.