Ο «ντόρος» που ακολούθησε τη γνωστοποίηση του ονόματος της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Ελλάδα είναι, εν μέρει, δικαιολογημένος. Ως έθνος που έχουμε ιστορικά ταχθεί υπό την επιρροή και προστασία της Δύσης, ο επιτετραμμένος της πιο ισχυρής χώρας του συνασπισμού στον οποίο ανήκουμε έχει τα χαρακτηριστικά τοποτηρητή, αν όχι και συγκυβερνήτη (τουλάχιστον σε θέματα εξωτερικής πολιτικής). Και η έλευσή του αποτελεί είδηση. Ειδικά όταν αποτελεί έκπληξη.
Διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά για την επιλογή της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, όπως και για την ίδια. Το πρώτο που (όπως πάντα συμβαίνει) αναρωτηθήκαμε είναι αν η έλευση της προοιωνίζεται κάτι «καλό» για την Ελλάδα ή όχι – λες και είναι δική μας πρέσβειρα και όχι των ΗΠΑ… Προβληματιστήκαμε επίσης για το αν ο Τραμπ μάς «έριξε» σε σχέση με την επιλογή του που αφορά στην Τουρκία – παραμυθιαζόμαστε μάλλον με το ότι ως χώρες έχουμε σήμερα την ίδια βαρύτητα με τη γείτονα σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική αλλά και τις μπίζνες.
Μάθαμε επίσης για το παρελθόν της Κίμπερλι (sic), για την καριέρα της ως εισαγγελέα (κανονική και τηλεοπτική), για τον γάμο της με τον Δημοκρατικό κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, για την πρόσφατη σχέση της με τον υιό Τραμπ, για τις σε βάρος της καταγγελίες περί σεξουαλικής παρενόχλησης προς συναδέλφους της και για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό…
Ποτέ πριν δεν ξέραμε, τόσοι πολλοί, τόσα πολλά για κάποιον πρέσβη προτού καν αυτός πατήσει το πόδι του στα ιερά τούτα χώματα. Και αναλόγως με το τι πρεσβεύει πολιτικά ο καθένας μας, έχουμε βγάλει και τα συμπεράσματά μας. Κάποιοι, μάλιστα, έσπευσαν να κρίνουν χωρίς καν να ενημερωθούν, τους αρκούσε το παρουσιαστικό της…
Δεν αναρωτηθήκαμε, ωστόσο, πώς εισέπραξε η ίδια αυτή την τοποθέτηση. Αν της άρεσε. Αν τη θεωρεί δίκαιη ανταμοιβή της για τα όσα, πράγματι πολλά, έπραξε τα τελευταία 5-6 χρόνια υπέρ της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ.
Πέρα από τις επίσημες δηλώσεις του νέου προέδρου και της ίδιας, πέρα από τις εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, πώς να αισθάνθηκε η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ με μια (τιμητική, κυρίως) θέση 8.255 χλμ μακριά από την Ουάσιγκτον;
Πώς, άραγε, να αισθάνεται ένας άνθρωπος συνηθισμένος (αν όχι και εθισμένος) στην τηλεοπτική προβολή (ως «τηλεοπτική προσωπικότητα» αναφέρεται πρωτίστως στη Wikipedia), με πολιτικές/κοινωνικές παρεμβάσεις και διαμάχες, με καθημερινή παρουσία στα Media και τα social media, με κυριαρχική προσωπικότητα και δυναμικό χαρακτήρα, με μια πλούσια ήδη καριέρα, με μεγάλες πολιτικές φιλοδοξίες, πώς λέτε να ένιωσε αυτός ο άνθρωπος στο άκουσμα της είδησης ότι θα βρίσκεται για τα επόμενα χρόνια στην ωραία, ασφαλή και σύμμαχο Ελλάδα;
Πώς να αισθάνεται που έπειτα από τόσα χρόνια στην πρώτη γραμμή της υποστήριξης του Τραμπ, «ανταμείβεται» με κάτι σαν διακοπές; Που τα post της δεν θα αφορούν πια τα μεγάλα θέματα εσωτερικής πολιτικής που απασχολούν τις ΗΠΑ, αλλά τις ομορφιές της Ελλάδας;
Που οι συναντήσεις και επαφές της δεν θα είναι με ισχυρά πρόσωπα της Αμερικής αλλά με έλληνες βουλευτές, ντόπιους επιχειρηματίες και παπάδες;
Και που, για να βγει πάλι σε κάποιο αμερικανικό κανάλι και εκπομπή, θα «πρέπει» (χτύπα ξύλο) να γίνει πόλεμος στη γειτονιά μας;
Αν, πάντως, ήμουν στη θέση της, δεν θα μου πολυάρεσε. Θα έβλεπα την τιμή σαν «χρυσό χάπι», που για κάποιους λόγους (πολιτικούς μάλλον όχι) πρέπει να καταπιώ. Και θα ήλπιζα, όταν με το καλό λήξει το «αγροτικό» μου στην εσχατιά της Ευρώπης, να επανέλθω στην πρώτη πολιτική (και τηλεοπτική) γραμμή της χώρας μου, για την οποία τόσο κοπίασα. Στο μεταξύ, θα φρόντιζα να περάσω όσο καλύτερα μπορώ, κάτι που (και οι τελευταίος Αμερικανός γνωρίζει ότι) δεν είναι δα και τόσο δύσκολο στην Ελλάδα.
Εμάς, βεβαίως, μας ενδιαφέρει να περάσει η Ελλάδα καλά, «μαζί» με την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ. Και ας είναι τα gossipάδικα του μεσημεριού οι μόνες τηλεοπτικές εκπομπές που θα ασχοληθούν μαζί της…