Είναι βέβαιο: η τροπή που έχει πάρει η υπόθεση της Novartis ίσως να ήταν διαφορετική αν οι αρχές ήταν έτοιμες να την υποδεχθούν με άλλο τρόπο. Η οβιδιακή μεταμόρφωση του καθηγητή Νίκου Μανιαδάκη από μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και whistleblower περιωπής, σε κατηγορούμενο για παθητική δωροδοκία, και μάλιστα με τον ψόγο του καταχραστή του Δημοσίου, δεν θα είχε επισυμβεί, αν η Δικαιοσύνη άφηνε λίγο περισσότερο χώρο στην Ιατρική, ή, καλύτερα στη Νευροψυχολογία.
Ξεχάστε ό,τι έχετε ακούσει, πολιτικά σενάρια, ίντριγκες, συνωμοσίες, εισαγγελικές πιέσεις για πολιτικά πρόσωπα. Και σκεφθείτε με την πλέον ευγενή υπόθεση εργασίας: ότι οι Αρχές θέλουν, και προσπαθούν, να έχουν την αλήθεια στην υπόθεση του φαρμακευτικού κολοσσού. Θα μπορούσαν; Η απάντηση είναι επιστημονική, εξόχως αντικειμενική: ναι, θα μπορούσαν.
Ο Μανιαδάκης, και κάθε Μανιαδάκης, δεν θα μπορούσε να τους «ξεγελάσει» και να ενταχθεί λαθραία στο καθεστώς προστασίας μαρτύρων αν είχε το εισιτήριο μιας αξιόπιστης δοκιμασίας, με δυνατότητα ανίχνευσης του ψεύδους.
Είναι σαφώς ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι η Κρατική Ασφάλεια Αθηνών τη στιγμή αυτή δεν χορηγεί ψυχομετρικά τεστ, ούτε καν τα κλασικά τεστ προσωπικότητας, στους εν δυνάμει προστατευόμενους μάρτυρες. Τους καθίζει μόνον ενώπιον ψυχολόγου, ο οποίος πιστοποιεί αφενός μεν την απουσία σοβαρής ψυχικής διαταραχής, αφετέρου δε την ψυχική ανθεκτικότητα που απαιτείται για να λειτουργούν κανονικά οι άνθρωποι αυτοί υπό τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας.
Κοινώς, οι αρχές εμφανίζονται ευάλωτες σε ευφυείς απατεώνες, ποινικούς με επικοινωνιακά χαρίσματα, λαμόγια βεληνεκούς. Προφανώς, δεν έχουν ακουστά τη μέθοδο των Γνωστικών Προκλητών Δυναμικών, απεικονιστική μέθοδο του κεντρικού νευρικού συστήματος, που έχει ανοίξει διεθνώς νέους δρόμους στην αξιολόγηση εμπλεκομένων σε δικαστικές υποθέσεις.
Την εισήγαγαν στην ελληνική πραγματικότητα, ο ψυχίατρος Γιάννης Νέστορος, η δικαστική νευροψυχολόγος Νιόνια Βαλλιανάτου, και ο δικηγόρος Φραγκίσκος Ραγκούσης, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί επισταμένως με το ζήτημα. Στο σχετικό εγχειρίδιο που έχουν συγγράψει μάλιστα οι δυο τελευταίοι, «Το Γονίδιο του Νόμου», την αποκαλούν με το βαφτιστικό της όνομα: «πνευματικό DNA».
Η μέθοδος απαντά στο βασικό ερώτημα πότε ένα άτομο λέει αλήθεια και πότε ψεύδεται, καταγράφοντας την εγκεφαλική του δραστηριότητα όταν καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα – ερεθίσματα, που μπορεί να είναι λέξεις, φράσεις, εικόνες, σχετικές με την υπόθεση, προβαλλόμενες σε οθόνη. Χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση και με μοναδική δυνατότητα απόκρισης το πάτημα ενός κουμπιού.
Η αντίδραση του εγκεφάλου στις πληροφορίες που σχετίζονται με το «έγκλημα», και βρίσκονται αποθηκευμένες στο σύστημα μνήμης του ερωτώμενου, οδηγεί στην έκλυση μιας κυματομορφής η οποία, αντιθέτως, δεν εκλύεται όταν από το σύστημα της μνήμης απουσιάζουν οι σχετικές πληροφορίες. Τόσο απλά, τόσο καθαρά.
Δεν είναι ανθρώπινο βασανιστήριο, δεν προσβάλλει ανθρώπινα δικαιώματα. Η συγκεκριμένη τεχνική αξιολόγησης έχει γίνει αποδεκτή στις περισσότερες Πολιτείες των ΗΠΑ, θεωρούμενη ως από τους πλέον αξιόπιστους βιολογικούς δείκτες κατά τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης. Στην Ινδία, τα νευροεπιστημονικά ευρήματα έχουν γίνει εργαλείο για την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου, από το 2009.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και στην Ελλάδα βρέθηκαν, το 2002, πρώτη φορά δικαστές χωρίς προκαταλήψεις που δέχθηκαν την εφαρμογή της τεχνικής αυτής ως μέσου επιστημονικής απόδειξης, στη γνωστή υπόθεση Γιώργου Νικολαϊδη – Σούλας Καλαθάκη. Αξιολογήθηκαν τρεις κατηγορούμενοι (σσ: συνολικά ήταν επτά), αθωώθηκαν όλοι τους.
Συνέχεια, έκτοτε, δεν υπήρξε. Δεν ξέρουν; Δεν ρωτούν; Δεν θέλουν να μάθουν; Η θολούρα ενίοτε βολεύει, οι πραγματογνωμοσύνες κρύβουν άλλωστε κι ένα κάρο λεφτά – δεν μπαίνει εύκολα λουκέτο στα χρυσωρυχεία.
Η ιατροδικαστική και η εγκληματολογία δεν συνδέονται πλέον μόνο με τον γενετικό κώδικα και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η Δικαστική Νευροψυχολογία έρχεται με φόρα τα τελευταία χρόνια να μειώσει, ακόμη και να εξαλείψει τον παράγοντα του ανθρώπινου λάθους στις νομικές διαδικασίες. Και να φωτίσει όσο καλύτερα μπορεί τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Αποδομώντας ενίοτε τα σχέδια εκείνων που αγαπούν το σκοτάδι.