Μαύρη ειρωνεία δεν είναι, αλήθεια, ότι η πόλη στην οποία έγινε το μακελειό σε μουσουλμανικό τέμενος ονομάζεται Christ Church, δηλαδή του Χριστού Εκκλησία; Μέχρι αυτή τη στιγμή, Παρασκευή μεσημέρι, που γράφεται ετούτο το κείμενο, τουλάχιστον 50 άνθρωποι δολοφονήθηκαν στην Τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Νέας Ζηλανδίας. Συνελήφθησαν 4 ως τώρα. Ένας θα κατηγορηθεί, τρεις κρατούνται και ανακρίνονται. Επισήμως, η κυβέρνηση μιλά για «αδιαμφισβήτητη τρομοκρατική επίθεση».
Δεν ξέρω ποιοι προέβησαν σε αυτήν την κτηνωδία, εάν είναι ακροδεξιοί ή ακροαριστεροί εξτρεμιστές, εθνικιστές, ψυχοπαθείς, φανατικοί θρησκευόμενοι ή ό,τι άλλο –έτσι κι αλλιώς, όλοι αυτοί στο ίδιο μαύρο κουτί χωράνε. Ξέρω σίγουρα όμως ότι: α) δεν έχουν τον Θεό τους, δηλαδή είναι αδίστακτοι, β) δεν έχουν Παιδεία, καλλιέργεια και ήθος, και γ) ως αποτέλεσμα των δύο προηγούμενων, προσελκύουν εύκολα την υποστήριξη πολλών, πάρα πολλών δυστυχώς με παρόμοια συμπτώματα. Πώς αλλιώς, νομίζετε, έχουν γιγαντωθεί τα εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης τελευταία;
Εχετε καμιά αμφιβολία ότι στην Ελλάδα (μα και στην Κύπρο, όπου διαμένω για μεγάλα διαστήματα πια) υπάρχουν πολλοί που χαμογέλασαν όταν ήρθαν τα μαντάτα από Νέα Ζηλανδία; Δεν ζήσαμε κρυφούς και φανερούς πανηγυρισμούς στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001; Ιδιας πάστας και ψυχοσύνθεσης είναι και οι μεν και οι δε. Οι τρομοκράτες και οι υποστηρικτές τους. Η βία είναι η μόνη απάντηση στην υπαρξιακή τους διαταραχή και ανασφάλεια.
Ακουσα σήμερα το πρωί στο 4ο πρόγραμμα Ραδιοφωνίας του BBC την πρώην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Χέλεν Κλαρκ, να αναφέρεται σε «χιλιάδες ερωτήματα που ξαφνικά μας πλημμύρισαν από χθες, και που πρέπει ο κάθε ένας από εμάς να προσπαθήσει να απαντήσει». Εμφανώς συντετριμμένη, και δίχως τους συνηθισμένους κομπασμούς των πολιτικών σε τέτοιες περιπτώσεις, αρκέστηκε να προσθέσει «δεν είναι αυτή η Νέα Ζηλανδία που ξέρουμε και αγαπάμε».
Δεν μίλησε με γλώσσα μίσους. Δεν χαρακτήρισε (όπως κάνω εγώ) εκείνους που προέβησαν σε αυτήν την αποτρόπαιη πράξη. «Πρέπει να αφουγκραστούμε τι έχουμε κάνει λάθος εμείς, ώστε να συμβεί αυτό το πράγμα», είπε απλά.
Και στον ίδιο σταθμό, άκουσα επίσης τον σερ Μάρκ Ρόουλι, πρώην αρχηγό της βρετανικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, να λέει ότι η γλώσσα μισαλλοδοξίας που εκφέρεται από πολλούς πολιτικούς «νομιμοποιεί εκείνους που είναι ακόμα περισσότερο εξτρεμιστές και που την εκλαμβάνουν ως κωδικοποιημένη υποστήριξη για τη δική τους ιδεολογία της βίας».
Χρειάζεται, άραγε, να αναφέρουμε κραυγαλέα δείγματα αυτής της πολιτικής διαλέκτου του μίσους και της μη ανεκτικότητας; Ενα ωραίο «κόλπο» για να αναγνωρίσουμε ξεκάθαρα το πρόσωπό της, είναι να διαβάσουμε προσεκτικά τις ανακοινώσεις που βγάζουν (ή και δεν βγάζουν!), μετά από κάθε τρομοκρατική επίθεση, οποιασδήποτε χροιάς, οι πολιτικοί των κομμάτων που χαμογελούν υπόκωφα μετά από κάθε τρομοκρατική πράξη, ακόμα και όταν τυπικά την καταδικάζουν. Το ύφος της ανακοίνωσης, η ταχύτητα με την οποία εκδίδεται, κλπ.
Αναμένει κάποιος τάχα μια ξεκάθαρη, χωρίς «ναι μεν άλλα…», δήλωση καταδίκης της επίθεσης εναντίον των μουσουλμάνων προσκυνητών της Νέας Ζηλανδίας από τα ακροδεξιά κόμματα της Ελλάδος και της Κύπρου, Χρυσή Αυγή και ΕΛΑΜ;
Ή, έχουμε ξεχάσει μήπως τις διαφοροποιήσεις ύφους και περιεχομένου των δηλώσεων-ανακοινώσεων των δικών μας πολιτικών και των κομμάτων τους έπειτα από τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον άμαχων πολιτών είτε από ισραηλινές δυνάμεις, είτε και από την Χεζμπολάχ και άλλες, αποκαλούμενες «επαναστατικές» οργανώσεις;
«Τα άτομα που διέπραξαν αυτό το έγκλημα, έχουν απολύτως εξτρεμιστικές απόψεις. Και ως εκ τούτου, δεν έχουν καμία θέση στην Νέα Ζηλανδία, και καμία θέση στον υπόλοιπο κόσμο», ήταν η πρώτη δήλωση της πρωθυπουργού της χώρας Γιασίντα Αρντέρν.
Προφανώς, η σύλληψη και η παράδοσή τους στη Δικαιοσύνη είναι το αυτονόητο. Έτσι λειτουργούν οι πολιτισμένες δυτικές δημοκρατίες. Εκείνο όμως που εννοεί επιπλέον η πρωθυπουργός με το «δεν έχουν καμία θέση εδώ», είναι ότι η συνέχιση και ενδυνάμωση του δυτικού τρόπου ζωής (που εμπεριέχει όλα όσα οι εξτρεμιστές απεχθάνονται: ανεκτικότητα, ισότητα, αξιοκρατία, δικαιοσύνη, σεβασμό σε κάθε θρησκεία, κάθε φυλή, και όλα αυτά), είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει.
Από εκεί και ύστερα, όποιος δεν χωρά σε αυτόν τον τρόπο ζωής, όποιος θέλει κάτι άλλο, αλλά δεν επιθυμεί να το διεκδικήσει με δημοκρατικό τρόπο στο πλαίσιο ενός ανοικτού συστήματος που περιγράψαμε πιο πάνω, ευνόητο είναι πως θα αποκοπεί. Είτε από μόνος του, είτε με «χειρουργική επέμβαση», όπως γίνεται με σχεδόν όλα τα κακοήθη καρκινικά κύτταρα για να μην απλωθούν περαιτέρω.