Τα κείμενα έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στην Ιστορία. Είναι από τη φύση τους τεκμήρια. Είτε τηρούνται οι προβλέψεις τους είτε όχι, παράγουν αποτελέσματα – όχι πάντα νομικής, σίγουρα όμως πολιτικής φύσης. Ενα τέτοιο κείμενο είναι η «Διακήρυξη των Αθηνών – Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», που υπέγραψαν χθες Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν. Ολα όσα είχαν ακουστεί τους τελευταίους μήνες προφορικά, σε κοινές ή παράλληλες δηλώσεις ή μεμονωμένες συνεντεύξεις αποτυπώθηκαν σε τρεις σελίδες χαρτί, που αποτελούν πλέον τεκμήριο.
Τεκμήριο επί του οποίου καταγράφηκε η κοινή διάθεση Ελλάδας και Τουρκίας αφενός να αφήσουν πίσω όλα όσα ζήσαμε την τριετία 2020-2022, όταν οι δύο χώρες έφτασαν στο όριο της ένοπλης ρήξης, αφετέρου να καθορίσουν τα επόμενα βήματα σε αυτήν την ιδιαίτερη διαδικασία αναζήτησης ευρύτερων συγκλίσεων.
Στη Διακήρυξη των Αθηνών αναγνωρίζονται δεσμοί μεταξύ των δύο γειτονικών εθνών, υπενθυμίζεται η αξία του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Δικαίου ως βασικού εργαλείου για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και υπογραμμίζεται ότι κάθε διαφορά επιλύεται με ειρηνικά μέσα. Ενδεχομένως αυτά φαντάζουν γενικόλογα και επιδέχονται διάφορες και, κυρίως, διαφορετικές ερμηνείες. Αποτελούν, όμως, το πλέον σημαντικό έμπρακτο βήμα που έχουν κάνει τις τελευταίες δεκαετίες η Αθήνα και η Αγκυρα ώστε να εγγυηθούν την ασφάλεια και την ευημερία των λαών και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Πώς φτάσαμε, όμως, έως εδώ; Και κυρίως, έχουμε να κάνουμε με έναν νέο Ερντογάν, σε μια νέα εποχή; Υπάρχει πράγματι το «ιστορικό χρέος» και η μεγάλη «ευκαιρία» να έρθουν τα «δύο κράτη δίπλα- δίπλα», όπως άλλωστε τα έχει τάξει η γεωγραφία; Διαφορές υπάρχουν, είπε επιπλέον ο έλληνας Πρωθυπουργός. Και πρόσθεσε ότι ακόμα και αν αυτές δεν γεφυρώνονται –ή δεν γεφυρωθούν ποτέ, λέμε εμείς– δεν είναι ανάγκη να παράγουν αυτόματα εντάσεις και κρίσεις. Πολλώ δε μάλλον ρήξεις.
Πριν ακόμα από την άφιξη του Ερντογάν στην Αθήνα και καθώς ο πρώτος κύκλος του νεοπαγούς ελληνο-τουρκικού διάλογου έκλεινε με τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασία, πρόκυψε ένα δομικό ερώτημα: Τι ακολουθεί μετά; Πώς θα μπορέσουν οι δύο πλευρές να κρατήσουν ζωντανή την επικοινωνία, επιμένοντας σε αυτά που τις φέρνουν πιο κοντά και όχι σε όσα τις χωρίζουν;
Η απάντηση ήρθε μέσα από τις προβλέψεις της Διακήρυξης: Διευρύνεται η θετική ατζέντα. Επεκτείνονται τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Συνεχίζεται ο πολιτικός διάλογος –και όπως είπε ο Μητσοτάκης, αν οι συνθήκες ωριμάσουν, ενδεχομένως το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών να αχθεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Σχεδόν απίθανο, αλλά δεν είναι αυτή τη στιγμή το πρωτεύον. Τον Φεβρουάριο του 2024 είναι η σειρά των Ελλήνων να ταξιδέψουν στην Τουρκία, ενώ την άνοιξη ο Ταγίπ Ερντογάν είναι αυτός που θα υποδεχθεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην Αγκυρα, προκειμένου οι δύο ηγέτες να εξετάσουν όλα όσα θα έχουν προωθηθεί έως τότε, αλλά και να προωθήσουν τα επόμενα.
Είναι φανερό ότι ένα από τα διακυβεύματα που έθεσαν από κοινού –αλλά με διαφορετική κινητήριο δύναμη– η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση, έχει ήδη επιτυχθεί. Ο χρόνος νηνεμίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο παρατείνεται –και μάλιστα με τρόπο αμφίπλευρα επικερδή και εποικοδομητικό. Ο δε τούρκος πρόεδρος φαίνεται να εμπεδώνει ότι η εποχή της σκληρής αντιπαράθεσης, με τις ευθείες λεκτικές επιθέσεις και τις απειλές σε διπλωματικό επίπεδο ή, ακόμα χειρότερα επί του πεδίου, τελικά δεν οδηγούν πουθενά.
Αλήθεια, τι κέρδισε η Τουρκία έναντι της Ελλάδας την εποχή της έντασης; Επέβαλε κάποιου είδους τετελεσμένα, αν κανείς εξαιρέσει την κατάθεση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου στα Ηνωμένα Έθνη; Ενός μνημονίου που ούτως ή άλλως οι προβλέψεις του καταδικάστηκαν συλλήβδην τόσο από τη Δύση όσο και από τους πλέουν ισχυρούς παράγοντες στην Ανατολική Μεσόγειο;
Αν τελικά κάτι επιδίωκε στρεφόμενος κατά της Ελλάδας ο Ερντογάν, αυτό ίσως ήταν να επιβεβαιώσει τη δική του εικόνα και ταυτότητα ως ενός δυναμικού ηγέτη, αποφασισμένου να επεκτείνει τα «σύνορα της καρδιάς» του, να αποτινάξει τα «δεσμά της Λωζάνης» και να ικανοποιήσει τα μεγαλεπήβολα νεο-οθωμανικά όνειρά του. Να αντικαταστήσει τον Κεμάλ Ατατούρκ στο συλλογικό υποσυνείδητο των συμπατριωτών του.
Ομοίως έπραξε και στη Συρία. Τα ίδια ήθελε με την ευθεία εμπλοκή στο Ιράκ, τον Καύκασο και τη βόρεια Αφρική: Να μετατρέψει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη που ηγεμονεύει σε μια ακτίνα χιλιάδων χιλιομέτρων μακριά από την επικράτειά της. Οσον αφορά όμως την Ελλάδα, απλώς έμεινε στα λόγια. Από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα, όλες αυτές οι ανάγκες του Ερντογάν φάνηκε να καλύπτονται από τα εκεί τεκταινόμενα. Στόχος του είναι πια το Ισραήλ και ο ρόλος που πλέον θέλει να διαδραματίζει ο τούρκος πρόεδρος είναι αυτός ενός μεγάλου βεληνεκούς ηγέτη του πολιτικού Ισλάμ.
Δεν έχει πια λόγους ο Ερντογάν να επιτίθεται στην Ελλάδα. Δεν είναι ότι άλλαξε ο ίδιος, ούτε ότι βρισκόμαστε εν μέσω αλλαγής παραδείγματος. Αυτό που άλλαξε είναι το περιβάλλον γύρω του. Εξ ου και τώρα φαίνεται διατεθειμένος όχι να ξεχάσει, αλλά να βάλει προσωρινά στο περιθώριο την πληρέστατη τουρκική αναθεωρητική ατζέντα, όπως ο ίδιος άλλωστε την παρουσίασε λίγες ώρες πριν φτάσει στην Αθήνα. Μέσα σε όλα αυτά αναζητεί και την έξωθεν καλή μαρτυρία στην πλευρά της Δύσης. Σαν να λέει, «εσείς θέλατε να τα βρούμε τους Ελληνες και εμείς τα βρήκαμε».
Ακόμα και οι διατυπώσεις του Ταγίπ Ερντογάν στο πλάι του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν παράταιρα ήπιες και στρογγυλεμένες. Ηταν λογικό να ακούσουμε τον όρο «τουρκική» όσον αφορά τη μειονότητα στη Θράκη, ειδικά από τη στιγμή που ο ίδιος αποφάσισε να μην ταξιδέψει εκεί. Ηταν εξίσου προβλέψιμο ότι θα μιλήσει και για το Κυπριακό.
Αμφότερα άλλωστε είναι θέματα που διαμορφώνουν διαχρονικά την εθνικιστική τουρκική ταυτότητα. Ομως, τα λόγια που επέλεξε να χρησιμοποιήσει, γραμμένα προσεκτικά, επικυρώνουν την αλλαγή της διάθεσής του: Ούτε βαρύγδουπες αναφορές σε καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ελληνικό κράτος στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, αλλά και ένας τόνος πιο κάτω από τη ρητορική των δύο κρατών στην Κύπρο.
Λύσαμε τα προβλήματά με την Τουρκία; Προφανώς και όχι –το πιθανότερο άλλωστε είναι να μην τα λύσουμε ποτέ ή τουλάχιστον εντός ενός εύλογου χρονικού διαστήματος. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα δοκιμαστούν ακόμα πολλές φορές τους επόμενους μήνες. Και οι απαντήσεις εξαρτώνται αποκλειστικά από την Τουρκία. Μπορεί να δούμε έναν άλλο –και πάλι νέο– Ερντογάν στο μέλλον; Δεν είναι πια τόσο πιθανό.