«Νομίζω είστε δημοσιογράφος» είπε διστακτικά, νύχτα, σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου. «Χρονογράφος» έσπευσα να διευκρινίσω υπερτονίζοντας με αγωνία. «Ξέρετε, κι εγώ σπουδάζω δημοσιογραφία» συμπλήρωσε με λάμψη στα μάτια του. Ωχ! Λες και μου έριξε μπουνιά στο στομάχι, μουγκάθηκα. Μα γρήγορα αναδομήθηκα συνειδητοποιώντας την αψυχολόγητη αντίδρασή μου, δηλαδή ότι δεν έδειξα τον ενθουσιασμό που όφειλα, οπότε, διορθώνοντας όσο το κατά δύναμη, άπλωσα ένα βεβιασμένο χαμόγελο και ψέλισα κάτι σαν «Τι ωραία!».
Εμοιαζα σαν χαζή. «Ποιους διαβάζεις;» τον ρώτησα, κάτι να πω. Αμηχανία απλώθηκε. Τηλεοπτικοί έσκαγαν στον αέρα. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω τον διάλογο. Μέρες και μέρες γύριζε στο μυαλό μου η αντίδρασή μου. Ηρθε τρέξιμο καθημερινότητας, τα άφησα σε μια τσέπη του μυαλού. Μέχρι που ήρθε μια φράση του Γιώργου Λιάγκα ανάμεσα στη αργοπορημένη συγγνώμη του να τα λύσει όλα. «Μια απόλυτα λανθασμένη δημοσιογραφική επιλογή» είπε. «Δημοσιογραφική επιλογή»; Δηλαδή λογαριάζεται για δημοσιογράφος.
Αγνωστε νέε μου. Μιας νύχτας σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου. Αυτό είναι το θέμα. Υπάρχουν εξαιρετικοί, σε διαβεβαιώ υπάρχουν. Ο καθένας μας κάνει την επιλογή του. Δεν είναι εύκολο να καταθέτεις δημοσίως τον σχολιασμό σου, τις σκέψεις σου, την έρευνά σου, πολύ δε περισσότερο όταν, αρκετές φορές, έρχεσαι σε αντίθεση με διαφωνούντες χαχόλους, τρολάκια της δεκάρας.
Είναι ζόρικα τα χρόνια μας. Με ενδιαφέρει η άποψη αρκετών, μελετάω αρκετούς. Για παράδειγμα, ας πω μερικούς σύγχρονους (μην και σε μπερδέψω με Μαρία Ρεζάν και Φρέντυ Γερμανό και Μαλβίνα και Καβαθά κ.λπ.). Τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον Αρη Δημοκίδη, τον Φώτη Γεωργελέ, τη Ρούλα Γεωργακοπούλου με το υποδόριο χιούμορ, τον Μιχάλη Τσιντσίνη, την έρευνα του Παπαχελά, τον Γιαννακίδη και άλλους, και άλλους… Εχει νόημα να συνεχίσω;
Λογαριάζει ο Λιάγκας τη δουλειά του δημοσιογραφία; Θα με ρωτήσεις, και τι είναι; Κάτι απροσδιόριστο. Μίμος. Ατεχνος μίμος. Μιμείται, πότε τον θυμωμένο, πότε τον εξαγριωμένο, πότε τον καλοσυνάτο, μέχρι να ρίξει τον άλλον για να μιλήσει… Τόσες εναλλαγές… Χάθηκε. Χτύπησε το απόλυτο limit down. Ενας νέος άνθρωπος νεκρός, μόνος σε μια πισίνα μέσα, κάπου μια γυναίκα, ένα παιδί, το παιδί του… Κι αυτός; Σνιφάρει ευκαιρία, άσε τον νεκρό, μωρέ! Δείξε το σπίτι του, μέτρα τετραγωνικά, βρες τι ενοίκιο πληρώνει, βρες στοιχεία από μεσίτη, δείξε, δείξε, δείξε…
«Ηταν μια απόλυτα λανθασμένη δημοσιογραφική εκτίμηση». Οχι! Ήταν μια πράξη άρρωστου ανθρώπου. Αρρωστου βαριά. Χρίζει θεραπείας. Ας τα βρει ή όχι μόνος του. Μα αν γράφω σήμερα δεν είναι για τον Γιώργο Λιάγκα. Είναι για κάθε νέο και νέα που σπουδάζει δημοσιογραφία. Γιατί γύρω από κάθε τέτοιου είδους «δημοσιογραφία» ζουζουνίζουν εκκολαπτόμενοι. Μικρόφωνα που λαμβάνουν υπόγειες εμψυχώσεις να βουτήξουν πιο βαθιά και πιο βαθιά. Οι Λιάγκες σπέρνουν Λιάγκες. Απενοχοποιούν τη μικρότητα, την αδιακρισία, τον εξευτελισμό, τη θρασύτητα, τον αυτοεξευτελισμό.
Αγνωστε νέε μιας νύχτας σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου… δεν είναι αυτό δημοσιογραφία. Πόσο πιο καθαρά να βοηθηθείς να το δεις; Να το αντιληφθείς;