Με νέους υπουργούς Εξωτερικών, τους Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν αντίστοιχα, συνεχίζουν πλέον το μπρα-ντε-φερ τους Μητσοτάκης και Ερντογάν | REUTERS / INTIME NEWS
Απόψεις

Νέα αρχή στα Ελληνοτουρκικά; Οχι ακριβώς…

Θεωρεί κανείς πιθανό να ακυρώσει ο Ερντογάν το τουρκολιβυκό μνημόνιο, να κάνει δηλαδή πίσω από το πρώτο βήμα υλοποίησης της «Γαλάζιας Πατρίδας»; Ή μήπως υπάρχει περίπτωση να πάψει η Τουρκία να απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου;
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Πολύ μελάνι χύθηκε και άλλες τόσες προβλέψεις έγιναν κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών για το πώς θα εξελιχθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τις εκλογές εκατέρωθεν του Αιγαίου. Το απαιτούμενο ήταν ο σχηματισμός δύο ισχυρών κυβερνήσεων οι οποίες, με νωπή λαϊκή εντολή, θα διέθεταν τη νομιμοποιητική βάση για την επανεκκίνηση των επαφών στο κατά το δυνατόν υψηλότερο επίπεδο.

Οντως, τα πράγματα εξελίχθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, και στην επερχόμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, Μητσοτάκης και Ερντογάν θα έχουν την πρώτη –μετεκλογικά– εκ του σύνεγγυς επικοινωνία. Το ερώτημα, όμως, παραμένει ίδιο: Εχει αλλάξει κάτι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επειδή απλώς έχουμε δύο επανεκλεγμένους ηγέτες;

Είθισται, όταν σε Αθήνα και Αγκυρα υπάρχουν νέες κυβερνήσεις, να γίνονται προσπάθειες προσέγγισης, ακόμα κι αν είναι προσχηματικές. Στην τρέχουσα συγκυρία, όμως, μοιάζει να έχουν καλλιεργηθεί παραπάνω προσδοκίες, λόγω της μακράς –για τα συνήθη δεδομένα– περιόδου αποκλιμάκωσης σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Τι οδήγησε, όμως, σε αυτή τη νηνεμία; Κάποια αλλαγή του αναθεωρητικού στρατηγικού δόγματος της Τουρκίας; Μήπως ξαφνικά η Ελλάδα έγινε υποχωρητική; Τίποτε από αυτά.

Ενα τυχαίο τραγικό γεγονός εξανάγκασε την Αγκυρα, για μια σειρά από αντικειμενικούς λόγους, να εγκαταλείψει τις λόγω και έργω απειλές της κατά της εθνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και να μεταβάλει, έστω προσώρας, τη στάση της γενικότερα έναντι της Δύσης.

Είναι κανείς εναντίον της αποκλιμάκωσης και της διατήρησης θετικού κλίματος μεταξύ των δύο πλευρών; Προφανώς όχι, ειδικά αν θυμηθούμε ότι, στην προ των σεισμών εποχή, Ελλάδα και Τουρκία αφενός έφτασαν ένα βήμα πριν από την ένοπλη ρήξη, αφετέρου έφθασαν να συζητούν διά επιστολών στον ΟΗΕ αν και γιατί τα νησιά του Αιγαίου είναι ελληνικά.

Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Ερντογάν, ακόμα και εν μέσω της εποχής των χαμηλών τόνων, αναφέρθηκαν δημοσίως σε ζητήματα που αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο  έλληνας, υποψήφιος τότε, Πρωθυπουργός, ανέδειξε κατά κόρον το θέμα της επιρροής του τουρκικού προξενείου στη Θράκη, διά του οποίου ήρθε ξανά στην επιφάνεια η διαρκής διάθεση της Αγκυρας να εργαλειοποιεί τη μουσουλμανική μειονότητα, προκειμένου να δημιουργεί σειρά προβλημάτων στην Αθήνα.

Μπορεί να μην είναι το μείζον, αλλά είναι ενδεικτικό: οι Τούρκοι δεν πρόκειται να βγάλουν από την ατζέντα τους τη μειονότητα. Και η Ελλάδα δεν πρόκειται να καθίσει σε τραπέζι διαλόγου με την Τουρκία για κάτι περισσότερο από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

Υπάρχουν, όμως, και τα πλέον σοβαρά: Θεωρεί κανείς πιθανό να ακυρώσει ο Ερντογάν το τουρκολιβυκό μνημόνιο, να κάνει δηλαδή πίσω από το πρώτο βήμα υλοποίησης της «Γαλάζιας Πατρίδας»; Ή μήπως υπάρχει περίπτωση να παύσει η Τουρκία να απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου;

Μόλις λίγες ημέρες πέρασαν από την τελευταία φορά που ο τούρκος πρόεδρος έψεξε Αθήνα και Ουάσινγκτον για τον εξοπλισμό των νησιών με αμερικανικό στρατιωτικό υλικό. Δείγμα γραφής της δόθηκε και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ερντογάν στην Κύπρο. Σταθερή η θέση περί δύο κρατών στο νησί, άρα για επισημοποίηση της διχοτόμησης, κόντρα στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Αυτές είναι οι πάγιες θέσεις της Αγκυρας, αποτελούν τη βάση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας και δεν πρόκειται να ανατραπούν. Στην καλύτερη περίπτωση θα παραμείνουν εν υπνώσει, άγνωστο για πόσο. Μπορεί η Τουρκία, ειδικά με τους Φιντάν και Καλίν στο τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής και των μυστικών υπηρεσιών, να επιμείνει στην προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, αλλά αυτή είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Ως επανεκλεγμένος Πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ούτως ή άλλως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, έφερε εγγύτερα στο Μέγαρο Μαξίμου το υπουργείο Εξωτερικών. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του Μητσοτάκη την προηγούμενη τετραετία, ενώ η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου υπήρξε επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του και ως πρέσβειρα της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδίασε την επιτυχημένη επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον.

Είναι βέβαιο ότι η εξωτερική πολιτική και δη η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες του Πρωθυπουργού – με βασικό στόχο, όμως, τη διατήρηση του θετικού κλίματος και τη δημιουργία μόνιμων διαύλων επικοινωνίας ακόμα και μεταξύ Μητσοτάκη – Ερντογάν. Παραλλήλως, όπως είναι λογικό, θα επανεκκινήσουν οι διερευνητικές συνομιλίες και οι επαφές για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Από εκεί και πέρα, όμως, τα περιθώρια είναι στενά, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Αλλά και ο έλληνας Πρωθυπουργός δεν θα επιδείξει διάθεση οποιουδήποτε συμβιβασμού. Γιατί να το κάνει, άλλωστε; Υπάρχει λόγος να ρισκάρει την πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό αλλά και να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δική του πολιτική κληρονομιά;