«Τα πρόβατα απήργησαν – ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής» ήταν γραμμένο, πριν από χρόνια, σε έναν τοίχο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι το είχαν θεωρήσει ανέκδοτο αριστεριστών. Άλλοι το απέδιδαν σε «αναρχοαυτόνομους». Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος το χαιρόταν. Με μια σχεδόν παιδική χαρά. «Με έγραψαν οι τοίχοι», έλεγε σε φίλους.
Το μήνυμα καλύφθηκε με μπογιά. Ακόμη και η ποιητική συνεισφορά του στις κάλπες σβήστηκε από τη μνήμη των περισσότερων. Όταν, στις εκλογές, κατέθετε ένα λευκό ψηφοδέλτιο, με τον στίχο του Καβάφη «Όλοι των βλάπτουν εξίσου την Ελλάδα».
Ακόμη κι εκείνοι που θρήνησαν τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι σίγουρο ότι θυμούνται πως ζητούσε να μην υπάρξει νεκρολογία στη φυγή του. Να μη γράψουν κάτι στον τάφο του. Και ακόμη λιγότεροι θα βρουν να του μνημονεύσουν την αλλαγή… πλεύσης, χρόνια αργότερα: «Και γιατί να τους το πω. Γιατί να το κάνω αυτό; Και πεθαμένος θα παρασταίνω τον φασίστα; Ας πούνε, λοιπόν, ό,τι θέλουνε».
Oλα αυτά και πολλά άλλα ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Πάντως, καταρχάς, ο ποιητής που συνδέθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον με τη Θεσσαλονίκη. Την πόλη της Θεσσαλονίκης. Όπως και ο λογοτεχνικά «εχθρός» του, Γιώργος Ιωάννου. Και οι δύο είχαν δει και τη σκοτεινή πλευρά της πόλης. Κυρίως για τις επιλογές τους. Ξύλο, προπηλακισμοί, λεκτικές και όχι μόνον επιθέσεις. Και οι δύο κράτησαν τις επιλογές τους σημαία. Κυρίως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, που μίλησε για όσους κατατρεγμένους σαν τον ίδιο. Για την καταδίκη στη μοναξιά.
«Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας / κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά, / ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας, / ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας, / κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας, / ἔστω καὶ μία φορά; / Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή / γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;». Αυτό, το σπαρακτικό «Ενός λεπτού σιγή», για τους απεγνωσμένους του έρωτα και της μοναξιάς, κρατάω από το έργο του. Ένα από τα «Τραγούδια της αμαρτίας» που μελοποίησε, επίσης σπαρακτικά, ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις (με τον Θεσσαλονικιό, επίσης, Ανδρέα Καρακότα).
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πήγαινε πάντα μαζί με τη λέξη Θεσσαλονίκη. «Ήταν η Θεσσαλονίκη», όπως το είχε θέσει η συνάδελφος Βίκυ Χαρισοπούλου, που βρισκόταν σε πάγια δημιουργική συνδιαλλαγή (και μέσω συνεντεύξεων) με το Θεσσαλονικιό –με όλη τη σημασία– ποιητή.
Αυτό και το στρυφνό του χαρακτήρα του. Αυτό που του προσέδωσε η μία κάποια απομόνωση, όσο κι αν ήρθαν κάποτε τιμές από την πανεπιστημιακή κοινότητα της φοιτητομάνας Θεσσαλονίκης. Μια γκρίνια, ας την πούμε έτσι, για ό,τι τον πονούσε. Ή τον έθιγε. «Δεδικαίωται…», θα μου πείτε. Και σωστά. Όμως, αυτό το κομμάτι της προσωπικότητας με το (πραγματικό, κατά κόσμον) όνομα Κωνσταντίνος Δημητριάδης, ήταν εξίσου σημαντικό και ευμέγεθες, όσο το ευθύβολο της ποίησής του.
Μιας ποίησης λυρικής εν σχήματι, σκληρής για τον έρωτα και την επιδραστικότητά του, ακριβούς απέναντι στο συναίσθημα από το οποίο ήθελε να εμφορούνται οι λέξεις και τα σχεδόν απόρθητα κάστρα που έχτιζε με αυτές. Για να κρατήσει αλώβητο από «εχθρούς» και επήλυδες το μέσα συναίσθημα.
«Ενός λεπτού σιγή για τον άνθρωπο που έβαλε –όχι χωρίς κόστος– την καύλα στο λυρισμό και το λυρισμό στην καύλα. Χάρη σ’ αυτόν πολλά από μας τα γατάκια κάναμε (ή νομίσαμε πως κάναμε) μεσοτοιχία το χάος το ενδιάμεσο», όπως, ευθύβολα επίσης, έγραψε για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο ο στιχουργός-ποιητής Γεράσιμος Ευαγγελάτος.
Αυτό ακριβώς ήταν βασικό συνδετικό συστατικό των λέξεών του. Με μια –ερεθιστική κι ερεθισμένη– αγωνιστική φόρα, που κάποιοι ήθελαν να τη βλέπουν και να την ονομάζουν «κομμουνιστική». Αριστερή. Διεκδικητική. Διόλου υποταγμένη. Όπως και η πραγματική του φύση. Της αντίστασης σε όλα. Της αντιλογίας. Της δημιουργικής μουρμούρας, υπέρ των μονάχων, των κατατρεγμένων, των στερημένων κι αποστερημένων.
Ακόμα κι όταν έπιανε στη γραφίδα του (ως μεταφραστής) το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», προς τα εκεί έγερνε η δική του πλάστιγγα. Μετέφραζε: «Αλίμονο σας, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές… που καταβροχθίζετε τα σπίτια των χηρών και με διάφορες προφάσεις κάνετε μεγάλες προσευχές». Δεν είναι τυχαίο που αυτή την εκδοχή του Ευαγγελίου ο ίδιος το τιτλοφορούσε «Το μαστίγωμα των Φιλισταίων».
Ακόμα και την «Κατάνυξή» του εκεί την έστρεφε: «Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά. / Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο, / νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος. / Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο, / νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω». Λίγη ακόμη απελπισμένη πρόθεση αμαρτίας (πάλι στα «Τραγούδια της Αμαρτίας» κατά Χατζιδάκι).
Τολμούσε να μιλάει, συχνά, για τον θάνατο. Δίχως να «μασάει» τη λέξη. Ολάκερη. Βροντερή. Συνήθως, τα τελευταία χρόνια, αυτό γινόταν στα γενέθλιά του. Που ήταν απαγορευμένα στο σπίτι του. Όπως έλεγε: «Η μητέρα μου δεν ήθελε να μού γιορτάζει τα γενέθλια όταν ήμουν παιδί… Πίστευε πως τα γενέθλια μας φέρνουν πιο κοντά στον θάνατο. Μας χτυπούν το καμπανάκι… Ε, έτσι έμαθα κι εγώ να μην τα γιορτάζω». Του τα γιόρταζαν οι άλλοι, λοιπόν.
Αγωνιστικό πνεύμα, με ποιον στόχο; Την ανατροπή; Την αλλαγή. Όχι. Ίσως και μόνον για να ξέρουμε ότι κάποιοι πασχίζουν κόντρα στην κατάντια της κοινωνίας, όπως μου είχε πει σε κάποια από τις εξωδημοσιογραφικές κουβέντες. «Μπορεί όμως η ποίηση να αναστείλει πολέμους, να δώσει λύση σ’ αυτή την κρίση που βιώνουμε; Δεν νομίζω», έλεγε σε μία από τις συνεντεύξεις στη Βίκυ Χαρισοπούλου.
Δεν ήταν αυτός ο λόγος που στο τέλος την εγκατέλειψε. Πιο στρυφνός, έμοιαζε να έχει κλειστεί σε ένα καβούκι που γεννούσε μόνον την προσωπική του ποίηση. Κι ας είχε προαναγγείλει, πολλά χρόνια πριν, από τα 25 του, πως θα την αφήσει: «Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία / Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του».
Το Φεβρουάριο του 2016 ο συλλέκτης Γιάννης Μέγας δώρισε τη μεγάλη συλλογή του (90.000 τεκμήρια!) στη Βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σε αυτήν περιλαμβάνεται και το «εναπομείναν υλικό του αρχείου τού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου: 56 ετήσια ημερολόγια, κείμενα αλληλογραφίας, περιορισμένος αριθμός χειρογράφων του, αποκόμματα συνεντεύξεών του, αλλά και ηχογραφήσεις στις οποίες ο ποιητής ερμηνεύει ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια με την κομπανία “Παρέα του Τσιτσάνη”».
«Δυστυχώς, ο ποιητής δεν χρησιμοποιούσε γραφομηχανή, ούτε βεβαίως υπολογιστή», έλεγε στην τελετή παράδοσης των τεκμηρίων ο Ιωάννης Μέγας. «Το αρχείο του δεν είναι ψηφιοποιημένο, αλλά χειρόγραφα κείμενα, πολλά από τα οποία έχουν με τα χρόνια χαθεί… Έδινε τα κείμενά του σε τυπογραφεία ή στους εκδότες και συχνά δεν τα έπαιρνε πίσω»
Κάπου εκεί, ανάμεσα, θα στραφταλίζουν ευθύβολοι στίχοι για κείνα που υμνούσε και αγωνιζόταν, εγγράφως, γι’ αυτά. Τον έρωτα. Και τη μοναξιά «Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά. / Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο, / να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος».
Και κάπου ανάμεσα στα χειρόγραφα, ίσως βρουν μερικά αποξηραμένα πλέον λουλούδια του προσωπικού του σπαραγμού. Όπως το έθεσε και ο θεσσαλονικιός θεατρικός συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης: «Ό,τι κι αν λέμε εμείς, ό,τι κι αν έλεγε ο ίδιος, ό,τι κι αν ειπωθεί ως δική του ρήση από τώρα και στο εξής, ο Χριστιανόπουλος φρόντισε να σπείρει με τα ποιήματα του (με απαρχή αυτά της “Εποχής των ισχνών αγελάδων”) τα άγρια λουλούδια ενός ολοδικού του σπαραγμού, τόσο ιδιαίτερου αλλά και τόσο επιδραστικά μεταδοτικού».
Μην ανησυχείτε. Δεν θα κόψουμε τα μπάνια του Αυγούστου. Απλώς έφυγε ένας ποιητής. Μας είχε δώσει το ελεύθερο άλλωστε. Να μην τα κόψουμε: «Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια / Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. / Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα / Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει. / Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: / χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει».